Την 27/02/2024 κατατέθηκε ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής των Αντιπροσώπων νομοσχέδιο με το οποίο μερίδα Αντιπροσώπων αιτήθηκε την τροποποίηση του  ο περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμους του 1997 έως 2021 με απώτερο σκοπό την επέκταση της άδειας μητρότητας σε περίπτωση απόκτησης πρώτου τέκνου.

Το εν λόγω νομοσχέδιο τέθηκε κατά προτεραιότητα ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής των Αντιπροσώπων την 29/02/2024 για συζήτηση ώστε να εφαρμοστεί το συντομότερο δυνατό και να επωφεληθούν όσο το δυνατό περισσότερες νέες μητέρες.

Συγκεκριμένα, η Βουλή των Αντιπροσώπων την 29/02/2024 ψήφισε τα πιο κάτω νομοσχέδια τα οποία τροποποιούν την άδεια και το επίδομα μητρότητα ως εξής:

  1. Περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμους του 1997 έως 2021

Τροποποιείται το άρθρο 3 του Νόμου καθώς επεκτείνεται η περίοδος της άδειας μητρότητας από 18 εβδομάδες σε 22 εβδομάδες για τον πρώτο τοκετό ή σε περίπτωση απόκτησης πρώτου τέκνου μέσω παρένθετης μητέρας για τον πρώτο τοκετό. Επίσης, σε περίπτωση απόκτησης τέκνου παιδιού μέσω υιοθεσίας, η περίοδος της άδειας μητρότητας επεκτείνεται από 16 εβδομάδες σε 20 εβδομάδες.

Επιπρόσθετα τροποποιείται το άρθρο 5Α του Νόμου καθώς έχει προστεθεί η πρόνοια ότι σε περίπτωση που το βρέφος μετά τον τοκετό νοσηλεύεται για περίοδο άνω των 63 ημερών τότε παραχωρείται μια επιπρόσθετη εβδομάδα άδειας μητρότητας για κάθε επιπλέον 14 ημέρες νοσηλείας, χωρίς να υπερβαίνει τη μέγιστη περίοδο των 8 εβδομάδων.

Δέον να διευκρινιστεί ότι η περίοδος άδειας μητρότητας σε περίπτωση δεύτερου τοκετού ή σε περίπτωση απόκτησης δεύτερου τέκνου μέσω παρένθετης μητέρας παραμένει 22 εβδομάδες και σε περίπτωση τρίτου και μεταγενέστερων αυτών τοκετών ή σε περίπτωση απόκτησης τρίτου τέκνου και μεταγενέστερων αυτών τέκνων μέσω παρένθετης μητέρας παραμένει 26 εβδομάδες. Επιπλέον, η περίοδος της άδειας μητρότητας σε περίπτωση απόκτηση δεύτερου τέκνου μέσω υιοθεσίας παραμένει 20 εβδομάδες και σε περίπτωση απόκτησης τρίτου και μεταγενέστερων αυτών τέκνων παραμένει 24 εβδομάδες. 

  • Ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος του 2010

Τροποποιείται το άρθρο 29 του Νόμου καθώς επεκτείνεται η περίοδος παραχώρησης επιδόματός μητρότητας από 18 εβδομάδες σε 22 εβδομάδες για τον πρώτο τοκετό ή περίπτωση απόκτησης πρώτου τέκνου μέσω παρένθετης μητέρας για τον πρώτο τοκετό.  Περαιτέρω, σε περίπτωση απόκτησης πρώτου παιδιού μέσω υιοθεσίας, επεκτείνεται η περίοδος παραχώρησης επιδόματος μητρότητας από 16 εβδομάδες σε 20 εβδομάδες.

Επιπρόσθετα σε περίπτωση τρίτου και μεταγενέστερων αυτού τοκετών ή/και απόκτησης τρίτου και μεταγενέστερων αυτού τέκνων με υιοθεσία  ή/και απόκτησης τρίτου και μεταγενέστερων αυτού τέκνων μέσω παρένθετης μητέρας, οι περίοδοι οι πιο πάνω αναφερόμενοι περίοδοι αυξάνονται κατά 4 επιπρόσθετες εβδομάδες για σκοπούς φροντίδας του τέκνου.

Τέλος, έχει προστεθεί η πρόνοια ότι σε περίπτωση που το τέκνο μετά τον τοκετό νοσηλεύεται για περίοδο άνω των 63 ημερών τότε παραχωρείται επίδομα μητρότητας μιας επιπρόσθετης εβδομάδας για κάθε επιπλέον 14 ημέρες νοσηλείας, χωρίς να υπερβαίνει τη μέγιστη περίοδο των 8 εβδομάδων.

Δέον να διευκρινιστεί ότι η παραχώρηση επιδόματος μητρότητας σε περίπτωση δεύτερου τοκετού παραμένει 22 εβδομάδες και η παραχώρηση επιδόματος μητρότητας σε περίπτωση απόκτηση δεύτερου τέκνου μέσω υιοθεσίας παραμένει 20 εβδομάδες. 

Οι πιο πάνω τροποποιημένοι Νόμοι εφαρμόζονται από την 01/03/2024, αφού έχουν δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, και τυχαίνουν εφαρμογής και σε σχέση με μητέρες οι οποίες βρίσκονται σε άδεια μητρότητας κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος των πιο πάνω, ήτοι την 01/03/2024.

Καταθέτης της πρώην Λαϊκής Τράπεζας κατά ή περί το 2013 προέβη σε καταχώρηση αγωγής εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας, της Κεντρικής Τράπεζας και της Κυπριακής Δημοκρατίας με την οποία αξίωσε αποζημιώσεις ως ζημίες που υπέστη εξαιτίας του γεγονότος ότι απώλεσε τα κατατεθειμένα χρήματα του στη Λαϊκή Τράπεζα ένεκα του «κουρέματος».    

Ως είναι καλά γνωστό στον κυπριακό λαό τον Μάρτιο του 2013 η Κυπριακή Δημοκρατία συμφώνησε με διεθνείς δανειστές, γνωστούς ως ΤΡΟΙΚΑ, τον δανεισμό της και ο εν λόγω δανεισμός επέφερε την ανάγκη για πρώτη και μοναδική φορά του «κουρέματος» των καταθέσεων.

Διαπίστωση ευθύνης της Κεντρικής Τράπεζας

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Κεντρική Τράπεζα επέδειξε την απαιτούμενη αμέλεια έναντι του καταθέτη της Λαϊκής Τράπεζας για τους ακόλουθους λόγους:

  1. Η Κεντρική Τράπεζα επέτρεψε όπως ο τραπεζικός τομέας επεκταθεί χωρίς έλεγχο ή προστασία στα συμφέροντα των καταθετών και χωρίς να λαμβάνει τα δέοντα μέτρα αντιμετώπισης της έλλειψης ρευστότητας η οποία διαπιστώθηκε από την ίδια την Κεντρική Τράπεζα από το 2010. Η Κεντρική Τράπεζα κατά ή περί το 2010 επέτρεψε στην Λαϊκή Τράπεζα να αγοράσει Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου, παρά το γεγονός ότι γνώριζε την κακή κατάσταση ρευστότητας της Λαϊκής Τράπεζας, κάτι το οποίο δεν ήταν λογικό να επιτρεπόταν χωρίς διακρίβωση ή μελέτη ότι τα συμφέροντα των πιστωτών θα προστατεύονταν. Περαιτέρω και ανεξάρτητα  με την αγορά των ομολόγων και τις ζημιές που προέκυψαν από την απομείωση τους, δεν λήφθηκαν αποτελεσματικά μέτρα από την  Κεντρική Τράπεζα για τη βελτίωση της ρευστότητας της Λαϊκής και δεν λαμβάνονταν μέτρα αποτελεσματικά προς διόρθωση των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η Λαϊκή, αφού η Κεντρική Τράπεζα συρόταν πίσω από τις ενέργειες της κυβέρνησης, η οποία αρνείτο πεισματικά να πάρει μέτρα για βελτίωση των οικονομικών του κράτους.

Η Κεντρική Τράπεζα, έστω και εάν η κυβέρνηση αρνείτο να λάβει μέτρα για την βελτίωση των οικονομικών του κράτους, όφειλε να δράσει ώστε και τα συμφέροντα των ανασφάλιστων πιστωτών, πέραν των €1000.000,00 ως ήταν ο καταθέτης, να τύχει της προστασίας του Νόμου.

  • Η Κεντρική Τράπεζα όφειλε να αξιολογήσει τις παραλείψεις της κυβέρνησης που δεν αποτάθηκε έγκαιρα για εξωτερική οικονομική βοήθεια.
  • Η Κεντρική Τράπεζα όφειλε να λειτουργεί ανεξάρτητα από τις επιλογές και ενέργειες της κυβέρνησης. Η Κεντρική Τράπεζα «συμπορευόμενη» με τις επιλογές της κυβέρνησης, αφενός δεν τόλμησε να πάρει δραστικά μέτρα έγκαιρα έναντι της Λαϊκής Τράπεζας, αφετέρου ήλπιζε πως το πρόβλημα το οποίο υπήρχε, και ήταν εμφανές, αναφορικά με τα οικονομικά της Λαϊκής Τράπεζας, θα επιλυόταν με τη δανειοδότηση του κράτους όταν και το κράτος θα δανειζόταν, αφού χρειαζόταν και αυτό δανεισμό. Όταν όμως αυτό δεν έγινε κατορθωτό ήταν πλέον αργά και κυρίως χωρίς δεύτερο σχέδιο ή εναλλακτική λύση αντιμετώπισης του προβλήματος, αλλά και απροετοίμαστα, με αποτέλεσμα οι καταθέτες της Λαϊκής Τράπεζας, να παραμείνουν εκτεθειμένοι. Όφειλε η Κεντρική Τράπεζα να είχε εναλλακτικό σχέδιο προστασίας των καταθετών.
  • Η Κεντρική Τράπεζα δεν διαχώρισε την πορεία της σε σχέση με την κυβέρνηση, η οποία λειτουργούσε με κριτήρια μη επιστημονικά, αντίθετα λάμβανε υπόψη το πολιτικό κόστος σε κάθε ενέργεια της σχετιζόμενη με την ανακεφαλαιοποίηση ή λειτουργία ή και διαχείριση της Λαϊκής Τράπεζας, αποφεύγοντας να αποταθεί έγκαιρα σε ευρωπαϊκούς μηχανισμούς στήριξης, ή να συμμορφωθεί με τη συμφωνία των Αρχηγών των Κρατών Μελών, τη Σύσταση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, γεγονός όμως που δεν αξιολογήθηκε ορθά από την Κεντρική Τράπεζα, η οποία όφειλε να αφουγκραστεί και να αντιληφθεί τις πιθανές συνέπειες και τους κινδύνους, αναφορικά με την περαιτέρω λειτουργία και εξέλιξη της Λαϊκής Τράπεζας. Η εξουσία της Κεντρικής Τράπεζας, εκ του Άρθρου 30 του Ν.66(Ι)/1997 είναι σαφής και μπορούσε να πάρει αμέσως μέτρα όταν διαπίστωσε ότι η κυβέρνηση δεν λάμβανε τα κατάλληλα μέτρα προς αντιμετώπιση της οικονομικής κατάστασης των τραπεζών της Κύπρος και γενικά της οικονομικής κατάστασης του κράτους.
  • Η Κεντρική Τράπεζα αρκέστηκε στην άποψη ότι η απομείωση των καταθέσεων – «κούρεμα» είναι αντισυνταγματικό και δεν θα λαμβάνονταν από την κυβέρνηση τέτοιο μέτρο και ως εκ τούτου παρέμεινε αδρανής χωρίς διορθωτικά και αποτελεσματικά μέτρα για την εξεύρεση ρευστότητας.
  • Ένα άλλο σημαντικό γεγονός που δεν λήφθηκε σοβαρά υπόψη από την Κεντρική Τράπεζα, ώστε να λαμβάνονταν έγκαιρα τα αναγκαία μέτρα έναντι της Λαϊκής Τράπεζας, ήταν και ο αποκλεισμός της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Μάϊο του 2011 από τις διεθνείς αγορές, λόγω της μεγάλης έκθεσης των κυπριακών τραπεζών στα Ελληνικά Ομόλογα.
  • Η Κεντρική Τράπεζα επίσης επέδειξε αμέλεια, σε συνέχεια με την παράλειψη να αξιολογήσει τις εξελίξεις που υπήρξαν τον Μάϊο του 2011, ήτοι όταν η Κυπριακή Δημοκρατία αποκλείστηκε από τις διεθνείς αγορές, και όταν 2 μήνες μετά, τον Ιούλιο του 2011 επήλθε η έκρηξη στο Μαρί με πολύ μεγάλες ζημιές αλλά και τον Οκτώβριο του 2011 με την απομείωση των Ελληνικών Ομολόγων. Τα γεγονότα αυτά σαφώς έδειχναν πως τα οικονομικά του κράτους δεν ήταν τέτοια που αυτό θα μπορούσε να παράσχει στην Λαϊκή Τράπεζα και στην Τράπεζα Κύπρου.
  • Είναι σημαντικό επίσης να σημειωθεί πως η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών έδωσε προθεσμία στη Λαϊκή να ανακεφαλαιοποιηθεί από μόνη της μέχρι τις 30/6/2012, πλην όμως, η Κεντρική Τράπεζα  ουδέποτε κατευθύνθηκε προς αυτή την επιλογή και ουδέποτε το έπραξε, παρότι είχε την εξουσία, και παρότι υπήρχαν τα προβλήματα ρευστότητας και οι πιέσεις στα οικονομικά και της Λαϊκής αλλά και της Κυπριακής Δημοκρατίας.
  • Ήταν λάθος η συνέχιση παροχής Βοήθειας Έκτακτης Ρευστότητας στη Λαϊκή Τράπεζα μετά που αυτή ήταν φαινομενικά μόνο φερέγγυα.

Οι πιο πάνω πράξεις και παραλείψεις της Κεντρικής Τράπεζα, ως έκρινε το Δικαστήριο, αποτέλεσαν σοβαρή αμέλεια, αφού η Κεντρική Τράπεζα γνώριζε τους κινδύνους και αποδέχτηκε αδιαφορώντας για το αποτέλεσμα που ήταν η μη εξασφάλιση των συμφερόντων των καταθετών, βασιζόμενη μόνο στο ότι θα εξασφαλιζόταν δάνειο από την Κυπριακή Δημοκρατία και θα λυνόταν το πρόβλημα των τραπεζών. Η αδιαφορία στη λήψη αποτελεσματικών μέτρων έναντι της Λαϊκής, ως αναφέρθηκε πιο πάνω, αποτέλεσε συμπεριφορά πέραν της συνήθους αμεριμνησίας για ένα ζήτημα οικονομικής φύσεως, που ήταν εφικτό να αντιμετωπισθεί ενώ υπήρχε το καθήκον, η θετική υποχρέωση, για παρέμβαση και αντιμετώπιση των κινδύνων που ήταν και προβλέψιμοι αλλά και υπαρκτοί.

Διαπίστωση ευθύνης της Κυπριακή Δημοκρατίας

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία επέδειξε την απαιτούμενη αμέλεια έναντι του καταθέτη της Λαϊκής για τους ακόλουθους λόγους:

  1. Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν αποτάθηκε έγκαιρα στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς για δανεισμό με δεδομένο ότι ο δανεισμός ήταν απαραίτητος γι’ αυτήν. Αργότερα και στη συνέχεια βασίστηκε, χωρίς σοβαρότητα και προγραμματισμό, στην επιλογή του δανεισμού χωρίς να γνώριζε τις ανάγκες των τραπεζών, οι οποίες ήταν πολύ ψηλότερες από τις ανάγκες του κράτους, χωρίς εναλλακτικό σχέδιο και όταν δεν εγκρίθηκε το δάνειο που ζήτησε βρέθηκε μπροστά σε ανεπιθύμητα διλήμματα και μονόδρομους, χάριν στην απροθυμία της κυβέρνησης να λάβει μέτρα για αποκοπές μισθών αλλά και να πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να εξασφάλιζε δάνειο, γεγονός που την οδήγησε στη ψήφιση των μέτρων εξυγίανσης και του «κουρέματος» το 2013.
  • Η Κυπριακή Δημοκρατία ανέλαβε ευθύνη δια των τοποθετήσεων των εκπροσώπων της, και ειδικότερα του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι δεν επρόκειτο να επιτρέψει «κούρεμα» καταθέσεων, γεγονός που λειτούργησε, δικαιολογημένα, ώστε ο καταθέτης να μην αποσύρει προγενέστερα τις καταθέσεις του, με αποτέλεσμα να υποστεί πραγματική ζημιά δια της απώλειας τους.
  • Η Κυπριακή Δημοκρατία όφειλε να προστατέψει την περιουσία των καταθετών, καθώς η προστασία την περιουσίας είναι θεμελιώδης δικαίωμα και είναι συνταγματική υποχρέωση της Κυπριακής Δημοκρατίας η προστασία της περιουσίας.
  • Η Κυπριακή Δημοκρατία εύλογα μπορούσε να προβλέψει, και/ή ο κίνδυνος ήταν υπαρκτός, δεδομένων των δικών της οικονομικών αναγκών, πως το αποτέλεσμα της αδυναμίας της να χρηματοδοτήσει τις δύο τράπεζες, θα ήταν η κατάρρευση των δύο τραπεζών και κατ’ επέκταση η απώλεια των καταθέσεων, ή μέρος αυτών, των καταθετών.

Το Δικαστήριο κατέληξε ότι πως η απομείωση των καταθέσεων του καταθέτη οφειλόταν στις αμελείς πράξεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και στη σοβαρή αμέλεια της Κεντρική Τράπεζας. Η οικονομική κρίση που έπληξε την Κύπρο το 2009 δεν αντιμετωπίστηκε ως θα έπρεπε από την κυβέρνηση, ως του υπεύθυνου θεσμού για τον σχεδιασμό, ανάπτυξη και προστασία της οικονομίας, αλλά ούτε και από την Κεντρική Τράπεζα ως θεσμικού οργάνου – επόπτη, που ήταν ο προστάτης του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της ορθής λειτουργίας των τραπεζών, καθώς και του ελέγχου γενικότερα του τραπεζικού συστήματος, και της προστασίας των καταθετών. Επακόλουθο όλων η παραβίαση του δικαιώματος της περιουσίας του καταθέτη.

Στη βάση των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο καταθέτης έχει υποστεί βλάβη στην περιουσία του για την οποία δικαιούται αποζημίωση και ως εκ τούτου στις 08/11/2023 εκδόθηκε απόφαση προς όφελος του καταθέτη και εναντίον της Κεντρικής Τράπεζας και της Κυπριακής Δημοκρατίας για το ποσό των €780.832,90.

Δέον ν’ αναφερθεί ότι την 01/12/2023 νέα απόφαση εκδόθηκε από το ίδιο δικαστήριο που έκδωσε την πιο πάνω απόφαση, με την οποία αποδόθηκε ευθύνη, στη βάση των ίδιων λόγων που αναφέρονται ανωτέρω, στην Κεντρική Τράπεζα και στην Κυπριακή Δημοκρατία  για την απώλεια που υπέστησαν πέντε καταθέτες της Λαϊκής Τράπεζας για εξαιτίας της απομείωσης των καταθέσεων – «κούρεμα» το 2013.  

Τέλος, ο Γενικός Εισαγγελέας έχει προβεί σε ανακοίνωση ότι θα καταχωρήσει έφεση, εκ μέρους της Κεντρική Τράπεζας και της Κυπριακής Δημοκρατίας, εναντίον και των δυο πιο πάνω αναφερόμενων αποφάσεων. 

Our firm’s Litigation and Family Dispute Resolution Department takes pride in its responsiveness, efficiency, reliability, and diligence in servicing our clients in a cost-effective, time-efficient and highly qualitative manner. Our firm’s Litigation and Family Dispute Resolution Department consist of skilled lawyers specialising in the following:

  • Divorce proceedings
  • Parental care
  • Maintenance/alimony
  • Division of marital assets
  • Civil union

    Divorce

    Any couple, regardless of nationality and the place of marriage, who resides in the Republic of Cyprus for at least three months can file for divorce in the Cyprus Family Courts.

    Religious Marriage

    For a religious marriage to be dissolved, the process of notifying the intention to dissolve the religious marriage to the competent Bishop of the Province of the place of residence of the spouse who wishes to dissolve the religious marriage must first be completed.

    After the lapse of six (6) weeks from the completion of the notification process, as stated above, the spouse who wishes to proceed with the dissolution of the religious marriage has the right to submit to the Family Court the relevant application for the dissolution of his religious marriage by stating all the facts of the marital relationship and the grounds for divorce.

    Civil Marriage

    The dissolution of a civil marriage is considered faster since the application for the dissolution of a civil marriage is filed directly at the Family Court of the province where the spouses reside, without the spouse having to go through the process of notification of the intention to dissolve the marriage. In the said application all the facts of the marital relationship and the grounds for divorce must be stated.

    Religious and Civil Marriage

    If a couple conducted both religious and civil marriage, then the process of notifying the intention to dissolve the marriage regarding the religious marriage should be followed and in the same divorce application the spouse should request the dissolution of both (2) marriage.

    Civil Union

    In case of conduction of civil union, the civil union can be dissolved either by a common statement of the partners to dissolve the civil union, or in case one of the partner does not wish and/or is not possible to sign the common statement then then one of the partners should secure a Court Order from the Court of the province in which the civil union has been conducted, as described in the above.

    Το τμήμα Επίλυσης Δικαστικών και Οικογενειακών Διαφορών της Δικηγορικής μας Εταιρείας είναι γνωστό  για την ανταπόκριση, την αποτελεσματικότητα, την αξιοπιστία και την επιμέλειά του στην εξυπηρέτηση των πελατών μας. Το τμήμα Επίλυσης Δικαστικών και Οικογενειακών Διαφορών της Δικηγορικής μας Εταιρεία στελεχώνεται από εξειδικευμένους δικηγόρους που ειδικεύονται στα ακόλουθα:

    • Διαζύγια
    • Γονική Μέριμνα
    • Διατροφή ανηλίκων
    • Περιουσιακές Διαφορές
    • Πολιτική Συμβίωση

    Διαζύγιο

    Κάθε ζευγάρι, ανεξαρτήτου υπηκοότητας και ανεξαρτήτως πού τέλεσε τον γάμο του, το οποίο διαμένει στην Κυπριακή Δημοκρατία για τουλάχιστον 3 μήνες μπορεί να υποβάλει αίτηση διαζυγίου στα Κυπριακά Οικογενειακά Δικαστήρια.

    Εκκλησιαστικός Γάμος

    Για να λυθεί ένας θρησκευτικός γάμος θα πρέπει αρχικά να ολοκληρωθεί η διαδικασία γνωστοποίηση της πρόθεσης λύσης του θρησκευτικού γάμου προς τον αρμόδιο Επίσκοπο της Επαρχίας του τόπου διαμονής του συζύγου που επιθυμεί τη λύση του θρησκευτικού γάμου.

    Μετά την πάροδο έξι (6) εβδομάδων από την ολοκλήρωση της διαδικασίας γνωστοποίησης, ως αναφέρεται ανωτέρω,  ο σύζυγος που επιθυμεί να προχωρήσει με τη λύση του θρησκευτικού του γάμου έχει το δικαίωμα να καταχωρήσει στο αρμόδιο Οικογενειακό Δικαστήριο την σχετική αίτηση για λύση του θρησκευτικού του γάμου με όλα τα γεγονότα της έγγαμης σχέσης και τους λόγους διαζυγίου.

    Πολιτικός γάμος

    Η λύση ενός πολιτικού γάμου είναι πιο γρήγορη καθώς αίτηση διαζυγίου καταχωρείται κατευθείαν στο Οικογενειακό Δικαστήριο της επαρχίας όπου διαμένουν οι σύζυγοι, χωρίς να χρειάζεται να προβεί ο σύζυγός στην διαδικασία γνωστοποίησης περί πρόθεσης λύσης του γάμου. Στην εν λόγω αίτηση αναφέρονται όλα τα στοιχεία της έγγαμης σχέσης όπως επίσης και λόγους διαζυγίου.

    Εκκλησιαστικός και Πολιτικός Γάμος

    Σε περίπτωση που ένα ζευγάρι τέλεσε και θρησκευτικό και πολιτικό γάμο τότε θα πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία γνωστοποίησης της περί πρόθεσης λύσης του γάμου αναφορικά με τον θρησκευτικό γάμο ενώ στην ίδια αίτηση διαζυγίου θα πρέπει να αιτηθούν τη λύση και των δυο (2) τελετών.

    Λύση πολιτικής συμβίωσης

    Σε περίπτωση σύναψης πολιτική συμβίωση, τότε η πολιτική συμβίωση μπορεί να λυθεί είτε με έγγραφη κοινή δήλωση των συμβίων, είτε σε περίπτωση που ένας εκ των συμβιών δεν επιθυμεί και/ή δεν είναι εφικτό να προβεί στην έγγραφη κοινή δήλωση τότε θα πρέπει να αποταθεί ένας εκ των συμβίων στο Δικαστηρίου της επαρχίας στην οποία αυτό έχει συναφθεί η πολιτική συμβίωση με σκοπό να εξασφαλίσει Διάταγμα Δικαστηρίου, ως περιγράφεται στις πιο πάνω περιπτώσεις.

    Η Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας (στο εξής η «Υπηρεσία»), κατόπιν υποβολής παραπόνου από καταναλωτές  (στο εξής οι «Παραπονούμενοι») προέβη σε έρευνα με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο η εμπορική πρακτική που ακολούθησε η Alpha Bank Cyprus Ltd (στο εξής η «Τράπεζα») είχε αθέμιτο χαρακτήρα και/ή εμπορική πρακτική η οποία είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις της επαγγελματικής ευσυνειδησίας κατά παράβαση του περί των Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών των Επιχειρήσεων προς τους Καταναλωτές Νόμων του 2007 έως 2013 (103(I)/2007) (στο εξής ο «Νόμος»). Η εν λόγω εμπορική πρακτική αφορά στον τερματισμό, από μέρους της Τράπεζας, δανειακών συμβάσεων της Τράπεζας με καταναλωτές, απαιτώντας παράλληλα από αυτούς την άμεση εξόφληση των πιστωτικών τους διευκολύνσεων καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, θα προχωρούσε σε έναρξη της διαδικασίας πλειστηριασμού για πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου, μετά από αγωγές που κατέθεσαν οι δανειολήπτες εναντίον της Τράπεζας στο Δικαστήριο.

    Τα Γεγονότα:

    1. Οι Παραπονούμενοι κατά ή περί τα έτι 2008 και 2009 σύναψαν με την Τράπεζα δυο δανειακές συμβάσεις όπου και οι δυο δανειακές συμβάσεις περιλάμβανα όρο σύμφωνα με τον οποίο η Τράπεζα είχε το δικαίωμα οποτεδήποτε, χωρίς επηρεασμό οποιασδήποτε άλλης θεραπείας ή δικαιώματος, να ζητήσει άμεση εξόφληση του δανείου ή οποιουδήποτε υπολοίπου του μαζί με όλους τους τόκους, προμήθειες, δικαιώματα και έξοδα που οφείλονταν σύμφωνα με τη σύμβαση, οπότε το δάνειο μαζί με όλους τους τόκους, προμήθειες, δικαιώματα και έξοδα θα καθίσταντο αμέσως ληξιπρόθεσμα και πληρωτέα προς την Τράπεζα.
    • Οι εν λόγω πιστωτικές διευκολύνσεις για ένα χρονικό διάστημα παρουσίαζαν καθυστερήσεις, παρ’ όλα αυτά οι Παραπονούμενοι άμεσα εξόφλησαν τις εν λόγω καθυστερήσεις.
    • Κατά ή περί το έτος του 2015 οι Παραπονούμενοι καταχώρησαν εναντίον της Τράπεζας δυο αγωγές που αφορούσαν τις δυο δανειακές συμβάσεις και με τις εν λόγω αγωγές αξίωναν, μεταξύ άλλων, και την ακύρωση των επίδικων συμβάσεων καθώς ισχυρίστηκαν ότι αυτές ήταν άκυρες ένεκα του ότι αποτέλεσαν αποτελέσματα απάτης και/ή απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων και/ή ψευδών παραστάσεων.
    • Η Τράπεζα ένεκα των αγωγών που κατέθεσαν οι Παραπονούμενοι,  επικαλούμενη το δικαίωμα της που απορρέει από τον πιο πάνω αναφερόμενο όρο των δανεικών συμβάσεων, απέστειλε στους Παραπονούμενους επιστολές με τις οποίες ζητούσε την ανάκληση των πιστώσεων που τους χορηγήθηκαν και την καταβολή όλων των οφειλόμενων ποσών, δηλαδή την πλήρη αποπληρωμή των δανείων. Παράλληλα,  η Τράπεζα καταχώρησε την αγωγή με την οποία ζήτησε την έκδοση διατάγματος εναντίον των Παραπονούμενων με το οποίο να διατάσσονται να εξοφλήσουν άμεσα τις δανειοληπτικές τους υποχρεώσεις και/ή να διατάσσεται η έναρξη διαδικασίας εκποίησης της ενυπόθηκης περιουσίας των Παραπονούμενων. Οι Παραπονούμενοι, κρίνοντας τον τερματισμό ως παράνομο, αρνήθηκαν να τον αποδεχτούν.

    Η έρευνα της Υπηρεσίας

    Η Υπηρεσία κατόπιν υποβολής του παραπόνου από τους Παραπονούμενος όφειλε σύμφωνα με τον άρθρο 11(1)(α) του Νόμου να εξετάσει τυχόν παραβάσεις του Νόμου, ο οποίος εφαρμόζεται, ως προνοεί το άρθρο 3(1), σε εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εμπορική συναλλαγή σχετιζόμενη με ένα συγκεκριμένο προϊόν και/ή υπηρεσία.

    Ως τα ανωτέρω γεγονότα οι Παραπονούμενοι καταχώρησαν αγωγές εναντίον της Τράπεζας αξιώνοντας ακύρωση των επίδικων συμβάσεων καθώς ισχυρίστηκαν ότι αυτές ήταν άκυρες ένεκα του ότι αποτέλεσαν αποτελέσματα απάτης αι/ή απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων και/ή ψευδών παραστάσεων, ενώ η Τράπεζα καταχώρησε αγωγή εναντίον των Παραπονούμενων αξιώνοντας τον τερματισμό των πιστωτικών διευκολύνσεων λόγω παραβίασης όρων αυτών.

    Δέον να αναφερθεί ότι υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην έννοια του «τερματισμού» και στην έννοια της «ακύρωσης» μια σύμβασης. Ως επεξηγείται στο σύγγραμμα του ο κ. Π. Γ. Πολυβίου «Το δίκαιο των συμβάσεων» (βλ. σελ. 658-661) σε περίπτωση τερματισμού λόγω παράβασης ουσιώδους όρου, η σύμβαση τερματίζεται από το χρονικό σημείο εξάσκησης του δικαιώματος του αθώου μέρους να τερματίσει τη σύμβαση, ενώ σε περίπτωση ακύρωσης όταν αυτή αποτελεί προϊόν δόλου ή ψευδούς παράστασης ή παρανομίας που έλαβε χώρα πριν από τη σύναψη της σύμβασης, η σύμβαση ακυρώνεται και εξαφανίζεται εξ’ υπαρχής. Συνεπώς, η απαίτηση για ακύρωση μια σύμβασης δεν συνιστά απαίτηση τερματισμού της.

    Στην υπό κρίση περίπτωση, οι Παραπονούμενοι με τις αγωγές τους δεν κατέθεσαν αγωγή εναντίον της Τράπεζας για παράβαση κάποιου όρου κατά τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης αλλά για απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων ή/και απάτη ή/και ψευδείς παραστάσεις ή/και παραβάσεις καθήκοντος πριν και/ή κατά τη σύναψη των σχετικών συμβάσεων. Συνεπώς, δεν προκύπτει ότι υπήρχε απαίτηση από μέρους των Παραπονούμενων για εξάσκηση τυχόν δικαιώματός τους για τερματισμό.

    Στη βάση των ως άνω αναφερόμενων, οι Παραπονούμενοι παρά την καταχώρηση των αγωγών εναντίον της Τράπεζας εξακολουθούσαν να είναι συμμορφωμένοι με τους όρους των δανειακών συμβάσεων και οι εν λόγω λογαριασμοί δεν παρουσίαζαν καθυστερήσεις. Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση συμβατικού όρου η Τράπεζα ζήτησε τον τερματισμό των δανεικών συμβάσεων, όχι επειδή υπήρξαν όντως καθυστερήσεις από μέρους των Παραπονούμενων, ως ισχυρίστηκαν και στην Έκθεση Απαίτησης τους, αλλά ενεργώντας με τρόπο επιθετικό και αντίθετο προς την επαγγελματική ευσυνειδησία, εξαιτίας των αγωγών που καταχώρησαν οι Παραπονούμενοι εναντίον της.   

    Η Απόφαση

    Με βάση τα ανωτέρω, η Υπηρεσία, έκρινε την εμπορική πρακτική να τερματίσει τις δανειακές συμβάσεις απαιτώντας παράλληλα την άμεση εξόφληση των πιστωτικών τους διευκολύνσεων, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα προχωρούσε σε έναρξη της διαδικασίας πλειστηριασμού για πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου, αμέσως μετά τη καταχώρηση αγωγών στο Δικαστήριο εναντίον της και χωρίς να συντρέχει ιδιαίτερος λόγος, όπως θα ήταν για παράδειγμα η καθυστέρηση στις πληρωμές των δόσεων τους, ως επιθετική εμπορική πρακτική και ως εκ τούτου αθέμιτη, κατά παράβαση των άρθρων 4(1)(2)(δ), 7 και 8 του Νόμου.

    Η Τράπεζα με το να συμπεριλάβει τον όρο στις δανειακές συμβάσεις που της δίδετε το δικαίωμα να ζητήσει άμεση εξόφληση του δανείου ή οποιουδήποτε υπολοίπου του μαζί με όλους τους τόκους, προμήθειες, δικαιώματα και έξοδα που οφείλονταν σύμφωνα με τη σύμβαση, οπότε το δάνειο μαζί με όλους τους τόκους, προμήθειες, δικαιώματα και έξοδα θα καθίσταντο αμέσως ληξιπρόθεσμα και πληρωτέα προς αυτή, ασκεί επιρροή στους καταναλωτές μέσω της ευχέρειας που της παρέχεται από τον εν λόγω όρο να καθορίζει την έκταση και το χρόνο της υποχρέωσής τους για αποπληρωμή των δανείων τους σε οποιαδήποτε περίπτωση και στιγμή.

    Η Τράπεζα έκανε κατάχρηση της επιρροής που μπορούσε να ασκήσει στους Παραπονούμενους μέσω του υπό αναφορά όρου. Συγκεκριμένα, η Τράπεζα προχώρησε σε εφαρμογή του όρου αμέσως μετά την προσφυγή των Παραπονούμενων στο Δικαστήριο και χωρίς, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, να συντρέχει λόγος, όπως θα ήταν για παράδειγμα η οποιαδήποτε παράβαση συμβατικού όρου εκ μέρους των Παραπονούμενων. Η Τράπεζα, με την εφαρμογή του πιο πάνω όρου τερμάτισε αυτόματα τις επίμαχες συμβάσεις, κάτι που παρεμπόδισε σημαντικά ή υπήρχε ενδεχόμενο να παρεμποδίσει σημαντικά την ελευθερία επιλογής ή συμπεριφοράς τους ως προς τις δανειακές συμβάσεις, με αποτέλεσμα να τους οδηγήσει ή να είναι πιθανόν να τους οδηγήσει να λάβουν απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δε θα ελάμβαναν όπως θα ήταν η απόσυρση των αγωγών και η άμεση εξόφληση των πιστωτικών τους διευκολύνσεων υπό το φόβο έναρξης της διαδικασίας πλειστηριασμού για πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου.

    Αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε καταναλωτή η προσφυγή στο Δικαστήριο προκειμένου να ζητήσει θεραπεία από το σύστημα απόδοσης δικαιοσύνης όπως αυτό καθορίζεται από το Σύνταγμα και τους Νόμους της Δημοκρατίας σε περίπτωση που πιστεύει ότι μια σύμβαση που έχει συνάψει με κάποιο εμπορευόμενο θίγει τα συνταγματικά του δικαιώματα. Αποτελούσε ευθύνη της Τράπεζας να σεβαστεί το συγκεκριμένο δικαίωμα των Παραπονούμενων και να αφήσει το Δικαστήριο να αποφασίσει τελικά επί της συγκεκριμένης προσφυγής. Μέχρι το Δικαστήριο να εκδικάσει την αγωγή των Παραπονουμένων και τα δύο μέρη θα έπρεπε να συνεχίσουν να εκπληρώνουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, κάτι που οι Παραπονούμενοι έπραξαν ενώ αντίθετα η Τράπεζα ενήργησε με τρόπο επιθετικό τερματίζοντας τις συμβάσεις.

    Η Ποινή

    Η υπό διερεύνηση εμπορική πρακτική που άσκησε η Τράπεζα, η οποία αφορά στον τερματισμό δανειακών συμβάσεων, ενώ οι εν λόγω συμβάσεις εξυπηρετούντο κανονικά και χωρίς να υπάρχει υπερημερία, είναι αθέμιτη κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 4(2)(α)(β)(δ), 7 και 8 του Νόμου. Ως εκ τούτου η Υπηρεσία επέβαλλε προς την Τράπεζα για την άσκηση αθέμιτης εμπορικής πρακτικής, κατά παράβαση των περί των Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών των Επιχειρήσεων προς τους Καταναλωτές Νόμων του 2007 έως 2013, διοικητικό πρόστιμο ύψους €50.000 για την παράβαση των άρθρων 4(1)(2)(δ), 7 και 8 του Νόμου και διοικητικό πρόστιμο ύψους €30.000 για την παράβαση του άρθρου 4(1)(2)(α)(β) του Νόμου.

    Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε από την Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας την 16/05/2023 και μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο της στον εξής σύνδεσμο: https://consumer.gov.cy/assets/modules/wnp/articles/202302/65/docs/2023-26_alpha_bank.pdf

    Μέσω του περί Πτώχευσης Νόμος (ΚΕΦ.5) (στο εξής ο «Νόμος»), δίδεται το δικαίωμα σε πιστωτή να προβεί,  μέσω της ενδεδειγμένης από τον Νόμο διαδικασία,  σε κήρυξη του οφειλέτη ως πτωχεύσας  και έτσι να εξασφάλιση με αυτόν τον τρόπο την οφειλή.

    Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Νόμου, πιστωτές έχουν δικαίωμα να προσέλθουν στο Δικαστήριο και κατόπιν υποβολής αίτησης πτώχευσης, να κηρυχθεί ο χρεώστης (φυσικό πρόσωπο) σε πτώχευση με την έκδοση διατάγματος, όποτε η περιουσία του οφειλέτη θα ανατεθεί στη φύλαξη του επίσημου παραλήπτη, ο οποίος θα διαχειριστεί των οικονομικών υποθέσεων του μέχρι την κατανομή των οφειλόμενων μεταξύ των πιστωτών.  Περαιτέρω, στο άρθρο 3 του Νόμου καθορίζονται οι πράξεις των οφειλετών συνιστούν πράξη πτώχευσης για να ενεργοποιηθεί το δικαίωμα υποβολής αίτησης πτώχευσης, ως εξής:

    • αν στην Κύπρο ή αλλού προβαίνει σε δόλια μεταβίβαση, δωρεά, παράδοση ή μεταβίβαση της περιουσίας του ή οποιουδήποτε μέρους αυτής·
    • αν στην Κύπρο ή αλλού προβαίνει σε οποιαδήποτε παραχώρηση ή μεταβίβαση της περιουσίας του ή οποιουδήποτε μέρους αυτής, ή δημιουργεί σε αυτή επιβάρυνση, η οποία σύμφωνα με το Νόμο αυτό ή οποιοδήποτε άλλο Νόμο θα ήταν άκυρη ως δόλια προτίμηση αν ο χρεώστης κηρυσσόταν σε πτώχευση·
    • αν διενεργήθηκε εναντίον του εκτέλεση με κατάσχεση των εμπορευμάτων του, με διαδικασία αγωγής σε οποιοδήποτε Δικαστήριο, και τα κατασχεθέντα εμπορεύματα είτε πωλήθηκαν είτε κρατούνται από τον εντεταλμένο για την εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων για είκοσι μια ημέρες, νοουμένου ότι, αν υποβλήθηκε αίτηση για δικαστική επίλυση της διαφοράς αναφορικά με τα κατασχεθέντα εμπορεύματα, ο χρόνος που παρήλθε μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία η αίτηση υποβλήθηκε και της ημερομηνίας κατά την οποία η διαδικασία της αίτησης οριστικά διευθετείται, ή εγκαταλείπεται, δεν θα λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό της περιόδου των είκοσι μιας ημερών·
    • αν καταθέσει στο Δικαστήριο δήλωση ανικανότητας του να πληρώσει τα χρέη του ή υποβάλει αίτηση για εκούσια πτώχευση·
    • αν πιστωτής εξασφαλίζει εναντίον του τελεσίδικη απόφαση ή τελικό διάταγμα για οποιοδήποτε ποσό, και, ενώ δεν αναστάλθηκε η εκτέλεση της απόφασης ή του διατάγματος, επέδωσε σε αυτόν στην Κύπρο ή αλλού με άδεια του Δικαστηρίου, ειδοποίηση πτώχευσης βάσει του Νόμου αυτού και μέσα σε επτά ημέρες μετά την επίδοση της ειδοποίησης σε αυτόν, σε περίπτωση που η επίδοση γίνεται στην Κύπρο και σε περίπτωση που η επίδοση γίνεται αλλού μέσα στον καθορισμένο από το διάταγμα που παρέχει την άδεια για επίδοση χρόνο, ο χρεώστης είτε συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της ειδοποίησης, είτε ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει ανταπαίτηση, δικαίωμα συμψηφισμού ή ανταγωγή η οποία εξισώνεται ή υπερβαίνει το ποσό του εξ αποφάσεως χρέους ή το ποσό που διατάχτηκε να πληρωθεί, και την οποία δεν ήταν δυνατό να προβάλει στην αγωγή ή τη διαδικασία στην οποία εξασφαλίστηκε η απόφαση ή το διάταγμα.(οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο κατά τον εκάστοτε χρόνο νομιμοποιείται να εκτελέσει τελεσίδικη απόφαση ή τελικό διάταγμα, θα θεωρείται ότι είναι πιστωτής που εξασφάλισε τελεσίδικη απόφαση ή τελικό διάταγμα.)
    • Αν, ενώ οφείλει σε πιστωτή χρέος που δύναται να επαληθευτεί σε πτώχευση παραλείπει να πληρώσει, ή να εξασφαλίσει ή να συμβιβάσει το χρέος αυτό, μέσα σε τέτοιο χρόνο που θα επιτραπεί από διάταγμα που εκδίδεται από το Δικαστήριο σε αίτηση του πιστωτή, νοουμένου πάντοτε ότι καμία τέτοια αίτηση δεν γίνεται δεκτή από το Δικαστήριο, εκτός αν επιδόθηκε προηγουμένως στο χρεώστη ειδοποίηση πτώχευσης που απαιτεί την πληρωμή του χρέους και έλαβε γνώση της αίτησης αυτής και κλήθηκε να δείξει λόγο εναντίον της ίδιας·
    • αν Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής θεωρείται ότι έχει αποτύχει ή έχει τερματισθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου.

    Προϋποθέσεις:

    Σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Νόμου ο πιστωτής δικαιούται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης εναντίον χρεώστη, αν-

    • το χρέος που οφείλεται από το χρεώστη προς τον Αιτητή πιστωτή, το συνολικό ποσό των χρεών που οφείλεται στους διάφορους αιτούντες πιστωτές συμποσούται σε δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15.000), και,
    • το χρέος είναι εκκαθαρισμένο ποσό, πληρωτέο είτε αμέσως είτε σε καθορισμένο μελλοντικό χρόνο, και
    • η πράξη πτώχευσης στην οποία στηρίζεται η πτώχευση συνέβηκε μέσα σε έξι μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης, και
    • ο οφειλέτης κατοικεί στην Κύπρο ή, μέσα σε περίοδο ενός χρόνου πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, είχε τη συνήθη διαμονή, ή είχε τόπο διαμονής ή τόπο εργασίας στην Κύπρο ή διεξήγαγε εργασίες στην Κύπρο προσωπικά, ή με αντιπρόσωπο ή διευθυντή, ή είναι ή μέσα στην περίοδο που αναφέρθηκε ήταν μέλος οίκου ή συνεταιρισμού που διεξήγαγε εργασίες στην Κύπρο μέσω εταίρου ή εταίρων ή αντιπροσώπου ή διευθυντή, και
    • ο πιστωτής ή οι πιστωτές που υποβάλλουν από κοινού την αίτηση δηλώσουν στην αίτηση τόσο το πλήρες όνομα, τον αριθμό ταυτότητας, το επάγγελμα και τη διεύθυνσή τους, όσο και εκείνα του οφειλέτη, και
    • ο πιστωτής καταβάλλει στον Επίσημο Παραλήπτη τέλος ύψους πεντακοσίων ευρώ (€500)

    Νοείται ότι, σε περίπτωση απόσυρσης ή απόρριψης της σχετικής αίτησης από το Δικαστήριο, το εν λόγω τέλος δεν επιστρέφεται στον Αιτητή, και ο Αιτητής, θα πρέπει να παραδώσει αντίγραφο της αίτησης και του διατάγματος πτώχευσης όταν εκδοθεί, στον Επίσημο Παραλήπτη, στον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στον Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας, στον Γενικό Διευθυντή του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και στον Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών.

    Διαδικασία πτώχευσης φυσικού προσώπου έχει ως εξής:

    Σε περίπτωση που η πράξη του οφειλέτη συνιστά πράξη πτώχευσης ως το  άρθρο 3(1) το Νομού, θα πρέπει αρχικά να καταχωρηθεί μονομερής Αίτησης ενώπιον του Δικαστηρίου (αίτηση ειδοποίησης πτώχευσης), ως οι πρόνοιες του άρθρου 3(3) του Νόμου, με την οποία καλείται ο οφειλέτης να πληρώσει το χρέος, ή να εξασφαλίσει το χρέος ή να συμβιβάσει αυτό κατά τρόπο που να ικανοποιεί τον πιστωτή ή το Δικαστήριο και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του χρεώστη εντός καθορισμένης προθεσμίας ο πιστωτής δύναται να καταχώρηση αίτηση πτώχευσης εναντίον του.

    Με την επιτυχή έκδοση του διατάγματος ειδοποίησης πτώχευσης το εν λόγω Διάταγμα επιδίδεται στον οφειλέτη και σε περίπτωση που εκπνεύσει η προθεσμία η οποία αναγράφεται στο Διάταγμα, ο πιστωτής δύναται εντός 6 μηνών, ως προνοείται από το άρθρο 5(1)(γ) του Νόμου, από την καταχώρηση της αίτησης ειδοποίησης πτώχευσης να καταχωρήσει αίτησης με την οποία θα αιτείται την έκδοση διατάγματος πτώχευσης εναντίον του οφειλέτη.

    Πριν την καταχώρηση της αίτησης πτώχευσης θα πρέπει ο πιστωτής να καταβάλει στον Επίσημο Παραλήπτη τέλος ύψους πεντακοσίων ευρώ (€500), ως προνοεί το άρθρο 5(1)(στ) του Νόμου, και να εξασφαλίσει από Τμήμα Αφερεγγυότητας πιστοποιητικό μη πτώχευσης, ως προνοεί το άρθρο 4(1) του Νομού, με σκοπό να επιβεβαιωθεί ότι δεν έχει ήδη υποβληθεί αίτηση πτώχευσης εναντίον του οφειλέτη και ή δεν βρίσκεται σε ισχύ Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής ή προστατευτικό διάταγμα σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου. Το τέλος καταβολής για την εξασφάλιση του πιστοποιητικού μη πτώχευσης ανέρχεται στα €40 και η αίτηση για εξασφάλιση του εν λόγω πιστοποιητικού μπορεί να γίνει είτε γραπτώς είτε ταχυδρομικός.   

    Με την καταβολή των εν λόγω τελών, ο πιστωτής δύναται να καταχωρήσει Αίτηση Πτώχευσης εναντίον του οφειλέτη. Η εν λόγω αίτηση συνοδεύεται πάντοτε από ένορκη δήλωση στην οποία επεξηγούνται οι λόγοι που ο πιστωτής προβαίνει στην καταχώρηση της αίτησης,  αναφέροντας επίσης ότι πριν από την υποβολή της εν λόγω αίτησης, ο πιστωτής είχε καταβάλει εύλογες προσπάθειες για εξασφάλιση των χρεών του οφειλέτη και επισυνάπτονται επί της ένορκης δήλωσης η απόδειξη πληρωμής του ποσού των πεντακοσίων ευρώ (€500) στον Επίσημο Παραλήπτη και το πιστοποιητικό μη πτώχευσης.

    Τέλος, σε περίπτωση επιτυχίας της αίτησης πτώχευσης, το σχετικό Διάταγμα, ως προνοεί το άρθρο 4(4) του Νόμου, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αναρτάται στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη και κοινοποιείται στον Έφορο Φορολογίας, στον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων και, εάν ο πτωχεύσας είναι υπάλληλος, στον εργοδότη του, εάν ο τελευταίος είναι γνωστός.

    Εξασφάλιση εξ’ αποφάσεως χρέους – Επαλήθευση χρέους – Παράρτημα Δεύτερο του Νόμου

    Με την επιτυχή έκδοση του Διατάγματος Πτώχευσης και το διορισμό του Επίσημου Παραλήπτη ως διαχειριστής της περιουσίας του χρεώστη, ο πιστωτής για να εξασφαλίσει το πόσο του εξ’ αποφάσεως χρέους θα πρέπει να υποβάλει την επαλήθευση χρέους γραπτώς στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή, εντός τριάντα πέντε (35) ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης του διατάγματος πτώχευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

    Ο πιστωτής συμμετέχει στην επαλήθευση του χρέους με την αποστολή ένορκης δήλωσης (υπό τη μορφή του εντύπου αρ.30 του Τμήματος Αφερεγγυότητας), η οποία πιστοποιείται ενώπιον Πρωτοκολλητή, προς τον Επίσημο Παραλήπτη και περιλαμβάνει τις λεπτομέρειες του χρέους με τα ανάλογα αποδεικτικά και εκθέτει κατά πόσο ο πιστωτής είναι ή δεν είναι εξασφαλισμένος πιστωτής. Οποιαδήποτε έξοδα προκύψουν για να συμπεριληφθεί ο πιστωτής στην επαλήθευση του χρέους βαραίνουν τον πιστωτή.

    Ο διαχειριστής όταν λάβει μερίσματα από τον χρεώστη και/ή από την περιουσία του χρεώστη διανέμει τον εν λόγω μέρισμα με την εξής σειρά: (α) Πραγματικά έξοδα και αμοιβή του Διαχειριστή, (β) Δικαιώματα του Διαχειριστή, (γ) Έξοδα αιτούντα πιστωτή, (δ) Προνομιούχα χρέη, όπως Κυβερνητικοί φόροι, δασμοί κτλ και (ε) Ανασφάλιστα χρέη. 

    Η αναθεώρηση και ο εκσυγχρονισμός του Οικογενειακού Δικαίου ήτο απαραίτητη τόσο σε σχέση με την εφαρμογή των σχετικών νόμων όσο και σε σχέση με την ανάγκη η νομοθεσία να μπορεί να ανταποκριθεί στις σημερινές απαιτήσεις. Απώτερος σκοπός της εν λόγω μεταρρύθμισης είναι προάσπιση των δικαιωμάτων και το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, την περαιτέρω βελτίωση των σχέσεων μεταξύ γονέων και τέκνων, την ισότητα μεταξύ των γονέων, την ίση κατανομή των μεταξύ τους βαρών, τη γρήγορη εκδίκαση των υποθέσεων και γενικότερα την εξομάλυνση των οικογενειακών σχέσεων.

    Συγκεκριμένα, η Βουλή των Αντιπροσώπων την 02/12/2022 ψήφισε τα πιο κάτω νομοσχέδια τα οποία τροποποιούν το Οικογενειακό Δίκιο ως εξής:

    1. Ο Περί της 18ης  Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 2023

    Το πρώτο νομοσχέδιο τροποποιεί το άρθρου 111 του Συντάγματος, ώστε η εκδίκαση των υποθέσεων διαζυγίου από τα οικογενειακά δικαστήρια να γίνεται υπό μονομελή σύνθεση αντί υπό τριμελή σύνθεση ως η ισχύουσα ρύθμιση. Περαιτέρω, το άρθρο 111 του Συντάγματος τροποποιήθηκε με τέτοιο τρόπο όπου διευρύνθηκε το πεδίο των αρμοδιοτήτων των Οικογενειακών Δικαστηρίων  ώστε αυτά να εκδικάζουν οποιαδήποτε οικογενειακή διαφορά, ανεξαρτήτως εάν οι διάδικοι ανήκουν στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία ή σε θρησκευτική ομάδα, και περιορίστηκε η εφαρμογή των λόγων διαζυγίου που προβλέπονται στο Σύνταγμα στους γάμους που έχουν ιερολογηθεί βάσει των θρησκευτικών κανόνων της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.  Η εν λόγω ρύθμιση σκοπό έχει την εξοικονόμηση δικαστικού χρόνου και ταχύτερης απονομής της δικαιοσύνης.

    • Ο περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμου

    Σκοπός της τροποποίησης του περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμου είναι να αναθεωρηθούν επιμέρους οι διατάξεις του που αφορούν στην απόπειρα συνδιαλλαγής και πνευματικής λύσης του γάμου.

    Μια βασική τροποποίηση έφερε το άρθρο 4(1) του βασικού νόμου όπου μειώθηκε η προθεσμία καταχώρησης αγωγής για λύση του γάμου μετά την επίδοση της γνωστοποίησης στον αρμόδιο Επίσκοπό από τρείς (3) μήνες σε έξι (6) εβδομάδες).

    Τροποποιήθηκε επίσης το άρθρο 3 του βασικού νόμου με την αντικατάσταση της φράσης «φρενοβλάβεια του άλλου συζύγου», ο οποίος προβλέπεται ως ένας από τους επικαλούμενους λόγους για λύση του γάμου για τον οποίο δεν απαιτείται η παράδοση γνωστοποίησης στον επίσκοπο πριν από την καταχώριση της σχετικής αγωγής για λύση του εν λόγω γάμου, με τον όρο «ψυχική νόσος του άλλου συζύγου», η οποία θα πρέπει να πιστοποιείται από αρμόδιο κυβερνητικό γιατρό.

    Περαιτέρω προστέθηκε το άρθρο 3 όπου δίνεται η δυνατότητα ηλεκτρονικής αποστολής της γνωστοποίησης στον επίσκοπο, για την απόδειξη της οποίας προβλέπεται η κατάθεση της ηλεκτρονικής απόδειξης της αποστολής αυτής στη γραμματεία του αρμόδιου οικογενειακού δικαστηρίου.

    Περαιτέρω αντικαταστάθηκε το άρθρο 5 του βασικού νόμου και έτσι τροποποιήθηκε η  κοινοποίηση του αποτελέσματος της συνδιαλλαγής, ώστε σε περίπτωση αποτυχίας της συνδιαλλαγής ο επίσκοπος να δίνει στους συζύγους βεβαίωση η οποία να δεικνύει την πνευματική λύση του γάμου, ενώ σε περίπτωση μη πραγματοποίησης της συνδιαλλαγής να συντάσσει σχετικό πρακτικό στο οποίο να επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν πραγματοποιήθηκε η συνδιαλλαγή

    Τέλος, προστέθηκε το «Δεύτερο Μέρος» ως αναγράφεται στο τροποποιημένο Νόμο όπου προστέθηκαν ακόμη 8 άρθρα αναφορικά με τη απόπειρα συνδιαλλαγής και πνευματικής λύσης γάμου ο οποίος ιερολογήθηκε σύμφωνα με τους θρησκευτικούς κανόνες θρησκευτικής ομάδας.

    • Ο περί Γάμου Νόμος

    Σκοπός της τροποποίησης του περί Γάμου Νόμου, είναι να ρυθμιστούν θέματα που σχετίζονται μεταξύ άλλων με την τέλεση γάμου και τους λόγους λύσης του γάμου.

    Αρχικά τροποποιήθηκε το άρθρο 11(2) όπου πλέον δίνεται η δυνατότητα τέλεσης γάμου σε χώρο που επιλέγεται από τα πρόσωπα που προτίθεται να τελέσουν γάμο, ο οποίος εγκρίνεται από τον Λειτουργό Τέλεσης Γάμου. Τροποποιήθηκε επίσης το άρθρο 17(2)  του βασικού Νόμου όπου αυξήθηκε το ηλικιακό όριο τέλεσης γάμου από τα δεκαέξι (16) στα δεκαοκτώ (18) έτη με στόχο τη συμμόρφωση της εθνικής νομοθεσίας με τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα.

    Τροποποίηση έτυχε και το Μέρος VI του βασικού το οποίο αφορά την ακύρωση ή λύση του γάμου. Συγκεκριμένα με την τροποποίηση διαφοροποιήθηκε ο χρόνος επέλευσης των αποτελεσμάτων ακύρωσης ή κήρυξης ακυρότητας ακυρώσιμου γάμου, αντίστοιχα, ώστε η ακύρωση να λειτουργεί εξ υπαρχής. Περαιτέρω, απάλειψη του προαπαιτουμένου της έκδοσης δικαστικής απόφασης για αναγνώριση ανυπόστατου γάμου και επέκταση του πεδίου εφαρμογής της βασικής νομοθεσίας, ώστε οι ρυθμίσεις που αφορούν στην ακύρωση και λύση γάμου να εφαρμόζονται σε όλους ανεξαιρέτως τους γάμους για τους οποίους έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν τα δικαστήρια της Δημοκρατίας.

    Η πιο βασική τροποποίηση του έτυχε ο εν λόγω Νόμος είναι η τροποποίηση του άρθρου 27 καθώς αναδιατυπωθήκαν οι λόγοι διαζυγίου που προβλέπονται στη βασική νομοθεσία και προστέθηκε ο θεσμός του συναινετικού διαζυγίου. Αρχικά μειώθηκε το χρονικό διαστήματος που απαιτείται να βρίσκονται οι σύζυγοι σε διάσταση, ώστε να τεκμαίρεται αμάχητα ο κλονισμός των σχέσεων αυτών, από τα τέσσερα στα δύο έτη και συνακόλουθα η μείωση του χρονικού διαστήματος των επιτρεπτών μικρών διακοπών του προβλεπόμενου χρόνου διάστασης των συζύγων από τους έξι μήνες στους τέσσερις [άρθρο 27(β)].

    Η προσθήκη του άρθρου 27(1) (γ) στον Νόμο θεσπίζει τη δυνατότητα καταχώρισης αίτησης για συναινετική λύση γάμου. Προϋποθέτει όμως το εν λόγω άρθρο ότι σε περίπτωση κατά την οποία υπάρχουν ανήλικα τέκνα, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει απόφαση για λύση του γάμου, εφόσον οι σύζυγοι έχουν καταχωρίσει στο Δικαστήριο αντίγραφο της δικαστικής απόφασης, η οποία ρυθμίζει ζητήματα επιμέλειας τέκνων ή επικοινωνίας με αυτά, ή αίτηση με την οποία ζητείται από το Δικαστήριο η έκδοση εκ συμφώνου απόφασης για τα εν λόγω ζητήματα, η οποία και εκδίδεται κατά την έκδοση απόφασης λύσης γάμου.

    Πρόσφατα έχει κατατεθεί ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής των Αντιπροσώπων νομοσχέδιο με το οποίο τροποποιείται ο Περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμος του 2011 με απώτερο σκοπό να διασφαλιστεί η διαδικασία αγοράς και μεταβίβασης ακίνητης ιδιοκτησίας και επίλυσης του σοβαρού προβλήματος που υφίσταται σήμερα με τους αγοραστές ακινήτων, οι οποίοι ενώ έχουν εκπληρώσει πλήρως τις συμβατικές τους υποχρεώσεις έναντι του πωλητή, ο πωλητής αδυνατεί λόγω της ύπαρξης εμπράγματων βαρών, να μεταβιβάσει το ακίνητο επ’ ονόματι τους.

    Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο, επέρχονται οι εξής αλλαγές που αφορούν τις αγοραπωλησίες ακινήτων:

    • Η κατάθεση σύμβασης πώλησης δεν θα γίνεται αποδεκτή όταν η ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης βαρύνεται με εμπράγματο βάρος ή ο ιδιοκτήτης της ακίνητης ιδιοκτησίας τελεί υπό απαγόρευση.
    • Σε περίπτωση που το εμπράγματο βάρος το οποίο επιβαρύνει την ακίνητη ιδιοκτησία που αποτελεί το αντικείμενο σύμβασης πώλησης είναι ήδη κατατεθειμένη υποθήκη, η κατάθεση της σύμβασης θα γίνεται αποδεκτή από το αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο, μόνο στην περίπτωση που η σύμβαση πώλησης θα συνοδεύεται από έγγραφη δήλωση, που θα περιλαμβάνεται στα παραρτήματα του νομοσχεδίου, έκαστου ενυπόθηκου δανειστή και πωλητή, για την οποία ο αγοραστής ενυπογράφως θα δηλώνει ότι έλαβε γνώση.
    • Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Συμβάσεων Νόμου, ο πωλητής θα έχει υποχρέωση να περιλαμβάνει ως αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας και το πιστοποιητικό έρευνας του ακινήτου, το οποίο θα πρέπει να φέρει την ίδια ημερομηνία με τη σύμβαση πώλησης.
    • Ο αγοραστής καταθέτει στον τραπεζικό λογαριασμό του πωλητή ολόκληρο το ποσό της σύμβασης πώλησης και ο ενυπόθηκος δανειστής υποχρεούται να το αποδεχτεί. Σε περίπτωση που ο πωλητής έλαβε προκαταβολή από τον αγοραστή, αυτή θα κατατίθεται από τον πωλητή στον εν λόγω τραπεζικό λογαριασμό.
    • Νοουμένου ότι θα καταβληθεί το ποσό της σύμβασης πώλησης στον τραπεζικό λογαριασμό που διατηρεί ο πωλητής στον ενυπόθηκο δανειστή, τότε, ο ενυπόθηκος δανειστής, θα έχει την υποχρέωση να απαλλάξει/εξαλείψει την υποθήκη από το ακίνητο που αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης. Το ακίνητο θα μπορεί να μεταβιβαστεί επ’ ονόματι του αγοραστή, ελεύθερο παντός εμπράγματου βάρους ή απαγόρευσης.
    • Σε περίπτωση που ο ενυπόθηκος δανειστής παραλείψει και/ή αρνηθεί να απαλλάξει το ακίνητο από την υποθήκη, τότε, ο διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας έχει την εξουσία να μεταβιβάζει το αντικείμενο της σύμβασης επ’ ονόματι του αγοραστή, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπράγματα βάρη που δυνατό να επιβαρύνουν την ακίνητη ιδιοκτησία ή απαγορεύσεις που επιβαρύνουν τον ιδιοκτήτη της ακίνητης ιδιοκτησίας και τα οποία ακολουθούν κατά προτεραιότητα τη σύμβαση πώλησης.
    • Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα ειδικής εκτέλεσης στην περίπτωση που πριν από την κατάθεση της σύμβασης υπάρχει ήδη κατατεθειμένη υποθήκη που επιβαρύνει την ακίνητη ιδιοκτησία που αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης, εφόσον ικανοποιηθεί ότι ο αγοραστής έχει καταβάλει ολόκληρο το ποσό για την αγορά του ακινήτου.

    Μέσα από τις πρόνοιες του νομοσχεδίου, αποφεύγεται η δημιουργία νέων εγκλωβισμένων αγοραστών και η περαιτέρω επιβάρυνση τους με διάφορα νομικά έξοδα και χρονοβόρες διαδικασίες εφόσον διασφαλίζονται τα συμφέροντα τους εκ των προτέρων και νοουμένου όπως αναφέρθηκε πιο πάνω εκπληρώσουν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους.

    Επιπλέον, μέσω της τροποποίησης, η μεταβίβαση τίτλων ιδιοκτησίας θα διεξάγεται γρήγορα και χωρίς προβλήματα, ενδυναμώνοντας την αγορά ακινήτων, ενισχύοντας τη νομική ασφάλεια προς όφελος όλων των αγοραστών ακινήτων, φυσικών και νομικών προσώπων καθώς και επαγγελματιών του κλάδου.

    Το νομοσχέδιο που κατατέθηκε στην Βουλή των Αντιπροσώπων για τροποποίηση της κείμενης νομοθεσίας αναμένεται να ψηφιστεί σε νόμο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2022.

    Legal Framework

    The legal framework of property disputes between spouses and partners, is regulated by the Law Regulating Property Affairs of 1991 (No. 232/91). The Family Courts have exclusive jurisdiction to deal with and hear such disputes that relate to property affairs between spouses.

    The issue of resolving property disputes between spouses lies within Article 14 of the Law No.232/1991, which reads as follows:

    14. (1) If the marriage has been dissolved or annulled or if the spouses are separated and the property of the one spouse has been increased after the marriage, the other spouse, having contributed in any way to the said increase, is entitled to file an action before the court and claim such part of the increase resulting from his/her contribution.

    Article 2 of the Law No. 232/91 defines property as any movable or immovable property that has been acquired before the marriage with the prospect of marriage or at any time after marriage takes place, from any of the spouses.

    In addition, Article 15 of the Law No. 232/91 refers to the limitation period of the claim and specifically states that “The claim that arise from article 14 (a) shall lapse three years after the dissolution or annulment of the marriage, (b) shall not, on the case of death, arise in heirs of the deceased spouse (c) shall not be assigned or inherited unless it has been contractually recognised or a claim has been served“.

    The Supreme Court recently examined the current practice as to the right of a surviving spouse to claim posthumously his/her contribution to the increase in his/her deceased spouse’s property, regardless of his/her rights under the Law No. 232/91.

    Prokopiou v Giagkou and Pilidou as Administrators of the property of the deceased Karalouka Appeal no. 22/2020

    Background

    Three days before the lapse of three years from the dissolution of her marriage the Appellant filed an application with the Family Court of First Instance, based on Article 14 of Law 232/1991 and the application was directed against the administrators of her ex-husband’s estate, since he had passed away before the submission of the application.

    The First Instance Family Court

    The Family Court of First Instance, ex officio, raised an issue of its jurisdiction to conclude that the application did not concern a property dispute between spouses and that ” The claim of article 14 of the Law does not arise in the person of the deceased spouse’s heirs (article 15(b) of the Law) “. Consequently, he rejected the application.

    The Supreme Court

    The appeal raised an issue concerning the jurisdiction of the Family Court of First Instance and to what extent does it acquire jurisdiction to hear a claim, pursuant to Article 14 of the Law 232/91, after the death of the spouse against whom the claim would have been directed had he been alive.

    The Supreme Court unanimously agreed that the interpretation of the Family Court of First Instance was incorrect. The Supreme Court explained that “Article 15(b) does not refer to the right of the surviving spouse to the property of the deceased, which is an acquired and existing right, only that due to the death of the spouse the claim must necessarily be directed against the administrator or administrators of his property, as in any other claim against a person who has passed away (Article 34(1) and (7) of the Law on the Management of Inheritance of Deceased, Cap. 189)………In other words, what the deceased could claim, based on Article 14, if he was alive, cannot be claimed by his heirs.”

    The Supreme Court concluded that the Family Court of First Instance has exclusive jurisdiction to deal with and hear the said application before it and any other claim under Article 14 of the Law 232/91.

    The Supreme Court decision was influenced by the statement in Philippou v. Philippou (2003) 1 (C) A.A.D. 1343, where it was stated that “it is evident that the intention of the legislator was to include all property disputes between spouses without distinction in relation to property acquired before the marriage in anticipation of the marriage or at any time after the conclusion of the marriage, by any of the spouses, in accordance with the provisions of the Property Relations Regulation of Spouses Laws of 1991-1999, in the exclusive jurisdiction of the Family Court, regardless of what the basis of the action is.”

    Legal Findings

    Hence, in light of the above, it is evident that, the interpretation of Article 15 (b) of the Law 232/91 given by the Family Court of First Instance was incorrect and the Family Court of First Instance, in case of the death of one of the spouses, is the only Court that has the jurisdiction to deal with and hear an application submitted by the surviving spouse against the administrator  of the property of the deceased spouse in order to claim posthumously his/her contribution to the increase in his/her spouse’s property.

     The Supreme Court decision of Prokopiou v Giagkou and Pilidou as Administrators of the property of the deceased Karalouka Appeal no. 22/2020 can be read in full detail by following this link.