Την 27/02/2024 κατατέθηκε ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής των Αντιπροσώπων νομοσχέδιο με το οποίο μερίδα Αντιπροσώπων αιτήθηκε την τροποποίηση του  ο περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμους του 1997 έως 2021 με απώτερο σκοπό την επέκταση της άδειας μητρότητας σε περίπτωση απόκτησης πρώτου τέκνου.

Το εν λόγω νομοσχέδιο τέθηκε κατά προτεραιότητα ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής των Αντιπροσώπων την 29/02/2024 για συζήτηση ώστε να εφαρμοστεί το συντομότερο δυνατό και να επωφεληθούν όσο το δυνατό περισσότερες νέες μητέρες.

Συγκεκριμένα, η Βουλή των Αντιπροσώπων την 29/02/2024 ψήφισε τα πιο κάτω νομοσχέδια τα οποία τροποποιούν την άδεια και το επίδομα μητρότητα ως εξής:

  1. Περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμους του 1997 έως 2021

Τροποποιείται το άρθρο 3 του Νόμου καθώς επεκτείνεται η περίοδος της άδειας μητρότητας από 18 εβδομάδες σε 22 εβδομάδες για τον πρώτο τοκετό ή σε περίπτωση απόκτησης πρώτου τέκνου μέσω παρένθετης μητέρας για τον πρώτο τοκετό. Επίσης, σε περίπτωση απόκτησης τέκνου παιδιού μέσω υιοθεσίας, η περίοδος της άδειας μητρότητας επεκτείνεται από 16 εβδομάδες σε 20 εβδομάδες.

Επιπρόσθετα τροποποιείται το άρθρο 5Α του Νόμου καθώς έχει προστεθεί η πρόνοια ότι σε περίπτωση που το βρέφος μετά τον τοκετό νοσηλεύεται για περίοδο άνω των 63 ημερών τότε παραχωρείται μια επιπρόσθετη εβδομάδα άδειας μητρότητας για κάθε επιπλέον 14 ημέρες νοσηλείας, χωρίς να υπερβαίνει τη μέγιστη περίοδο των 8 εβδομάδων.

Δέον να διευκρινιστεί ότι η περίοδος άδειας μητρότητας σε περίπτωση δεύτερου τοκετού ή σε περίπτωση απόκτησης δεύτερου τέκνου μέσω παρένθετης μητέρας παραμένει 22 εβδομάδες και σε περίπτωση τρίτου και μεταγενέστερων αυτών τοκετών ή σε περίπτωση απόκτησης τρίτου τέκνου και μεταγενέστερων αυτών τέκνων μέσω παρένθετης μητέρας παραμένει 26 εβδομάδες. Επιπλέον, η περίοδος της άδειας μητρότητας σε περίπτωση απόκτηση δεύτερου τέκνου μέσω υιοθεσίας παραμένει 20 εβδομάδες και σε περίπτωση απόκτησης τρίτου και μεταγενέστερων αυτών τέκνων παραμένει 24 εβδομάδες. 

  • Ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος του 2010

Τροποποιείται το άρθρο 29 του Νόμου καθώς επεκτείνεται η περίοδος παραχώρησης επιδόματός μητρότητας από 18 εβδομάδες σε 22 εβδομάδες για τον πρώτο τοκετό ή περίπτωση απόκτησης πρώτου τέκνου μέσω παρένθετης μητέρας για τον πρώτο τοκετό.  Περαιτέρω, σε περίπτωση απόκτησης πρώτου παιδιού μέσω υιοθεσίας, επεκτείνεται η περίοδος παραχώρησης επιδόματος μητρότητας από 16 εβδομάδες σε 20 εβδομάδες.

Επιπρόσθετα σε περίπτωση τρίτου και μεταγενέστερων αυτού τοκετών ή/και απόκτησης τρίτου και μεταγενέστερων αυτού τέκνων με υιοθεσία  ή/και απόκτησης τρίτου και μεταγενέστερων αυτού τέκνων μέσω παρένθετης μητέρας, οι περίοδοι οι πιο πάνω αναφερόμενοι περίοδοι αυξάνονται κατά 4 επιπρόσθετες εβδομάδες για σκοπούς φροντίδας του τέκνου.

Τέλος, έχει προστεθεί η πρόνοια ότι σε περίπτωση που το τέκνο μετά τον τοκετό νοσηλεύεται για περίοδο άνω των 63 ημερών τότε παραχωρείται επίδομα μητρότητας μιας επιπρόσθετης εβδομάδας για κάθε επιπλέον 14 ημέρες νοσηλείας, χωρίς να υπερβαίνει τη μέγιστη περίοδο των 8 εβδομάδων.

Δέον να διευκρινιστεί ότι η παραχώρηση επιδόματος μητρότητας σε περίπτωση δεύτερου τοκετού παραμένει 22 εβδομάδες και η παραχώρηση επιδόματος μητρότητας σε περίπτωση απόκτηση δεύτερου τέκνου μέσω υιοθεσίας παραμένει 20 εβδομάδες. 

Οι πιο πάνω τροποποιημένοι Νόμοι εφαρμόζονται από την 01/03/2024, αφού έχουν δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, και τυχαίνουν εφαρμογής και σε σχέση με μητέρες οι οποίες βρίσκονται σε άδεια μητρότητας κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος των πιο πάνω, ήτοι την 01/03/2024.

Καταθέτης της πρώην Λαϊκής Τράπεζας κατά ή περί το 2013 προέβη σε καταχώρηση αγωγής εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας, της Κεντρικής Τράπεζας και της Κυπριακής Δημοκρατίας με την οποία αξίωσε αποζημιώσεις ως ζημίες που υπέστη εξαιτίας του γεγονότος ότι απώλεσε τα κατατεθειμένα χρήματα του στη Λαϊκή Τράπεζα ένεκα του «κουρέματος».    

Ως είναι καλά γνωστό στον κυπριακό λαό τον Μάρτιο του 2013 η Κυπριακή Δημοκρατία συμφώνησε με διεθνείς δανειστές, γνωστούς ως ΤΡΟΙΚΑ, τον δανεισμό της και ο εν λόγω δανεισμός επέφερε την ανάγκη για πρώτη και μοναδική φορά του «κουρέματος» των καταθέσεων.

Διαπίστωση ευθύνης της Κεντρικής Τράπεζας

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Κεντρική Τράπεζα επέδειξε την απαιτούμενη αμέλεια έναντι του καταθέτη της Λαϊκής Τράπεζας για τους ακόλουθους λόγους:

  1. Η Κεντρική Τράπεζα επέτρεψε όπως ο τραπεζικός τομέας επεκταθεί χωρίς έλεγχο ή προστασία στα συμφέροντα των καταθετών και χωρίς να λαμβάνει τα δέοντα μέτρα αντιμετώπισης της έλλειψης ρευστότητας η οποία διαπιστώθηκε από την ίδια την Κεντρική Τράπεζα από το 2010. Η Κεντρική Τράπεζα κατά ή περί το 2010 επέτρεψε στην Λαϊκή Τράπεζα να αγοράσει Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου, παρά το γεγονός ότι γνώριζε την κακή κατάσταση ρευστότητας της Λαϊκής Τράπεζας, κάτι το οποίο δεν ήταν λογικό να επιτρεπόταν χωρίς διακρίβωση ή μελέτη ότι τα συμφέροντα των πιστωτών θα προστατεύονταν. Περαιτέρω και ανεξάρτητα  με την αγορά των ομολόγων και τις ζημιές που προέκυψαν από την απομείωση τους, δεν λήφθηκαν αποτελεσματικά μέτρα από την  Κεντρική Τράπεζα για τη βελτίωση της ρευστότητας της Λαϊκής και δεν λαμβάνονταν μέτρα αποτελεσματικά προς διόρθωση των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η Λαϊκή, αφού η Κεντρική Τράπεζα συρόταν πίσω από τις ενέργειες της κυβέρνησης, η οποία αρνείτο πεισματικά να πάρει μέτρα για βελτίωση των οικονομικών του κράτους.

Η Κεντρική Τράπεζα, έστω και εάν η κυβέρνηση αρνείτο να λάβει μέτρα για την βελτίωση των οικονομικών του κράτους, όφειλε να δράσει ώστε και τα συμφέροντα των ανασφάλιστων πιστωτών, πέραν των €1000.000,00 ως ήταν ο καταθέτης, να τύχει της προστασίας του Νόμου.

  • Η Κεντρική Τράπεζα όφειλε να αξιολογήσει τις παραλείψεις της κυβέρνησης που δεν αποτάθηκε έγκαιρα για εξωτερική οικονομική βοήθεια.
  • Η Κεντρική Τράπεζα όφειλε να λειτουργεί ανεξάρτητα από τις επιλογές και ενέργειες της κυβέρνησης. Η Κεντρική Τράπεζα «συμπορευόμενη» με τις επιλογές της κυβέρνησης, αφενός δεν τόλμησε να πάρει δραστικά μέτρα έγκαιρα έναντι της Λαϊκής Τράπεζας, αφετέρου ήλπιζε πως το πρόβλημα το οποίο υπήρχε, και ήταν εμφανές, αναφορικά με τα οικονομικά της Λαϊκής Τράπεζας, θα επιλυόταν με τη δανειοδότηση του κράτους όταν και το κράτος θα δανειζόταν, αφού χρειαζόταν και αυτό δανεισμό. Όταν όμως αυτό δεν έγινε κατορθωτό ήταν πλέον αργά και κυρίως χωρίς δεύτερο σχέδιο ή εναλλακτική λύση αντιμετώπισης του προβλήματος, αλλά και απροετοίμαστα, με αποτέλεσμα οι καταθέτες της Λαϊκής Τράπεζας, να παραμείνουν εκτεθειμένοι. Όφειλε η Κεντρική Τράπεζα να είχε εναλλακτικό σχέδιο προστασίας των καταθετών.
  • Η Κεντρική Τράπεζα δεν διαχώρισε την πορεία της σε σχέση με την κυβέρνηση, η οποία λειτουργούσε με κριτήρια μη επιστημονικά, αντίθετα λάμβανε υπόψη το πολιτικό κόστος σε κάθε ενέργεια της σχετιζόμενη με την ανακεφαλαιοποίηση ή λειτουργία ή και διαχείριση της Λαϊκής Τράπεζας, αποφεύγοντας να αποταθεί έγκαιρα σε ευρωπαϊκούς μηχανισμούς στήριξης, ή να συμμορφωθεί με τη συμφωνία των Αρχηγών των Κρατών Μελών, τη Σύσταση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, γεγονός όμως που δεν αξιολογήθηκε ορθά από την Κεντρική Τράπεζα, η οποία όφειλε να αφουγκραστεί και να αντιληφθεί τις πιθανές συνέπειες και τους κινδύνους, αναφορικά με την περαιτέρω λειτουργία και εξέλιξη της Λαϊκής Τράπεζας. Η εξουσία της Κεντρικής Τράπεζας, εκ του Άρθρου 30 του Ν.66(Ι)/1997 είναι σαφής και μπορούσε να πάρει αμέσως μέτρα όταν διαπίστωσε ότι η κυβέρνηση δεν λάμβανε τα κατάλληλα μέτρα προς αντιμετώπιση της οικονομικής κατάστασης των τραπεζών της Κύπρος και γενικά της οικονομικής κατάστασης του κράτους.
  • Η Κεντρική Τράπεζα αρκέστηκε στην άποψη ότι η απομείωση των καταθέσεων – «κούρεμα» είναι αντισυνταγματικό και δεν θα λαμβάνονταν από την κυβέρνηση τέτοιο μέτρο και ως εκ τούτου παρέμεινε αδρανής χωρίς διορθωτικά και αποτελεσματικά μέτρα για την εξεύρεση ρευστότητας.
  • Ένα άλλο σημαντικό γεγονός που δεν λήφθηκε σοβαρά υπόψη από την Κεντρική Τράπεζα, ώστε να λαμβάνονταν έγκαιρα τα αναγκαία μέτρα έναντι της Λαϊκής Τράπεζας, ήταν και ο αποκλεισμός της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Μάϊο του 2011 από τις διεθνείς αγορές, λόγω της μεγάλης έκθεσης των κυπριακών τραπεζών στα Ελληνικά Ομόλογα.
  • Η Κεντρική Τράπεζα επίσης επέδειξε αμέλεια, σε συνέχεια με την παράλειψη να αξιολογήσει τις εξελίξεις που υπήρξαν τον Μάϊο του 2011, ήτοι όταν η Κυπριακή Δημοκρατία αποκλείστηκε από τις διεθνείς αγορές, και όταν 2 μήνες μετά, τον Ιούλιο του 2011 επήλθε η έκρηξη στο Μαρί με πολύ μεγάλες ζημιές αλλά και τον Οκτώβριο του 2011 με την απομείωση των Ελληνικών Ομολόγων. Τα γεγονότα αυτά σαφώς έδειχναν πως τα οικονομικά του κράτους δεν ήταν τέτοια που αυτό θα μπορούσε να παράσχει στην Λαϊκή Τράπεζα και στην Τράπεζα Κύπρου.
  • Είναι σημαντικό επίσης να σημειωθεί πως η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών έδωσε προθεσμία στη Λαϊκή να ανακεφαλαιοποιηθεί από μόνη της μέχρι τις 30/6/2012, πλην όμως, η Κεντρική Τράπεζα  ουδέποτε κατευθύνθηκε προς αυτή την επιλογή και ουδέποτε το έπραξε, παρότι είχε την εξουσία, και παρότι υπήρχαν τα προβλήματα ρευστότητας και οι πιέσεις στα οικονομικά και της Λαϊκής αλλά και της Κυπριακής Δημοκρατίας.
  • Ήταν λάθος η συνέχιση παροχής Βοήθειας Έκτακτης Ρευστότητας στη Λαϊκή Τράπεζα μετά που αυτή ήταν φαινομενικά μόνο φερέγγυα.

Οι πιο πάνω πράξεις και παραλείψεις της Κεντρικής Τράπεζα, ως έκρινε το Δικαστήριο, αποτέλεσαν σοβαρή αμέλεια, αφού η Κεντρική Τράπεζα γνώριζε τους κινδύνους και αποδέχτηκε αδιαφορώντας για το αποτέλεσμα που ήταν η μη εξασφάλιση των συμφερόντων των καταθετών, βασιζόμενη μόνο στο ότι θα εξασφαλιζόταν δάνειο από την Κυπριακή Δημοκρατία και θα λυνόταν το πρόβλημα των τραπεζών. Η αδιαφορία στη λήψη αποτελεσματικών μέτρων έναντι της Λαϊκής, ως αναφέρθηκε πιο πάνω, αποτέλεσε συμπεριφορά πέραν της συνήθους αμεριμνησίας για ένα ζήτημα οικονομικής φύσεως, που ήταν εφικτό να αντιμετωπισθεί ενώ υπήρχε το καθήκον, η θετική υποχρέωση, για παρέμβαση και αντιμετώπιση των κινδύνων που ήταν και προβλέψιμοι αλλά και υπαρκτοί.

Διαπίστωση ευθύνης της Κυπριακή Δημοκρατίας

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία επέδειξε την απαιτούμενη αμέλεια έναντι του καταθέτη της Λαϊκής για τους ακόλουθους λόγους:

  1. Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν αποτάθηκε έγκαιρα στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς για δανεισμό με δεδομένο ότι ο δανεισμός ήταν απαραίτητος γι’ αυτήν. Αργότερα και στη συνέχεια βασίστηκε, χωρίς σοβαρότητα και προγραμματισμό, στην επιλογή του δανεισμού χωρίς να γνώριζε τις ανάγκες των τραπεζών, οι οποίες ήταν πολύ ψηλότερες από τις ανάγκες του κράτους, χωρίς εναλλακτικό σχέδιο και όταν δεν εγκρίθηκε το δάνειο που ζήτησε βρέθηκε μπροστά σε ανεπιθύμητα διλήμματα και μονόδρομους, χάριν στην απροθυμία της κυβέρνησης να λάβει μέτρα για αποκοπές μισθών αλλά και να πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να εξασφάλιζε δάνειο, γεγονός που την οδήγησε στη ψήφιση των μέτρων εξυγίανσης και του «κουρέματος» το 2013.
  • Η Κυπριακή Δημοκρατία ανέλαβε ευθύνη δια των τοποθετήσεων των εκπροσώπων της, και ειδικότερα του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι δεν επρόκειτο να επιτρέψει «κούρεμα» καταθέσεων, γεγονός που λειτούργησε, δικαιολογημένα, ώστε ο καταθέτης να μην αποσύρει προγενέστερα τις καταθέσεις του, με αποτέλεσμα να υποστεί πραγματική ζημιά δια της απώλειας τους.
  • Η Κυπριακή Δημοκρατία όφειλε να προστατέψει την περιουσία των καταθετών, καθώς η προστασία την περιουσίας είναι θεμελιώδης δικαίωμα και είναι συνταγματική υποχρέωση της Κυπριακής Δημοκρατίας η προστασία της περιουσίας.
  • Η Κυπριακή Δημοκρατία εύλογα μπορούσε να προβλέψει, και/ή ο κίνδυνος ήταν υπαρκτός, δεδομένων των δικών της οικονομικών αναγκών, πως το αποτέλεσμα της αδυναμίας της να χρηματοδοτήσει τις δύο τράπεζες, θα ήταν η κατάρρευση των δύο τραπεζών και κατ’ επέκταση η απώλεια των καταθέσεων, ή μέρος αυτών, των καταθετών.

Το Δικαστήριο κατέληξε ότι πως η απομείωση των καταθέσεων του καταθέτη οφειλόταν στις αμελείς πράξεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και στη σοβαρή αμέλεια της Κεντρική Τράπεζας. Η οικονομική κρίση που έπληξε την Κύπρο το 2009 δεν αντιμετωπίστηκε ως θα έπρεπε από την κυβέρνηση, ως του υπεύθυνου θεσμού για τον σχεδιασμό, ανάπτυξη και προστασία της οικονομίας, αλλά ούτε και από την Κεντρική Τράπεζα ως θεσμικού οργάνου – επόπτη, που ήταν ο προστάτης του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της ορθής λειτουργίας των τραπεζών, καθώς και του ελέγχου γενικότερα του τραπεζικού συστήματος, και της προστασίας των καταθετών. Επακόλουθο όλων η παραβίαση του δικαιώματος της περιουσίας του καταθέτη.

Στη βάση των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο καταθέτης έχει υποστεί βλάβη στην περιουσία του για την οποία δικαιούται αποζημίωση και ως εκ τούτου στις 08/11/2023 εκδόθηκε απόφαση προς όφελος του καταθέτη και εναντίον της Κεντρικής Τράπεζας και της Κυπριακής Δημοκρατίας για το ποσό των €780.832,90.

Δέον ν’ αναφερθεί ότι την 01/12/2023 νέα απόφαση εκδόθηκε από το ίδιο δικαστήριο που έκδωσε την πιο πάνω απόφαση, με την οποία αποδόθηκε ευθύνη, στη βάση των ίδιων λόγων που αναφέρονται ανωτέρω, στην Κεντρική Τράπεζα και στην Κυπριακή Δημοκρατία  για την απώλεια που υπέστησαν πέντε καταθέτες της Λαϊκής Τράπεζας για εξαιτίας της απομείωσης των καταθέσεων – «κούρεμα» το 2013.  

Τέλος, ο Γενικός Εισαγγελέας έχει προβεί σε ανακοίνωση ότι θα καταχωρήσει έφεση, εκ μέρους της Κεντρική Τράπεζας και της Κυπριακής Δημοκρατίας, εναντίον και των δυο πιο πάνω αναφερόμενων αποφάσεων. 

Our firm’s Litigation and Family Dispute Resolution Department takes pride in its responsiveness, efficiency, reliability, and diligence in servicing our clients in a cost-effective, time-efficient and highly qualitative manner. Our firm’s Litigation and Family Dispute Resolution Department consist of skilled lawyers specialising in the following:

  • Divorce proceedings
  • Parental care
  • Maintenance/alimony
  • Division of marital assets
  • Civil union

    Divorce

    Any couple, regardless of nationality and the place of marriage, who resides in the Republic of Cyprus for at least three months can file for divorce in the Cyprus Family Courts.

    Religious Marriage

    For a religious marriage to be dissolved, the process of notifying the intention to dissolve the religious marriage to the competent Bishop of the Province of the place of residence of the spouse who wishes to dissolve the religious marriage must first be completed.

    After the lapse of six (6) weeks from the completion of the notification process, as stated above, the spouse who wishes to proceed with the dissolution of the religious marriage has the right to submit to the Family Court the relevant application for the dissolution of his religious marriage by stating all the facts of the marital relationship and the grounds for divorce.

    Civil Marriage

    The dissolution of a civil marriage is considered faster since the application for the dissolution of a civil marriage is filed directly at the Family Court of the province where the spouses reside, without the spouse having to go through the process of notification of the intention to dissolve the marriage. In the said application all the facts of the marital relationship and the grounds for divorce must be stated.

    Religious and Civil Marriage

    If a couple conducted both religious and civil marriage, then the process of notifying the intention to dissolve the marriage regarding the religious marriage should be followed and in the same divorce application the spouse should request the dissolution of both (2) marriage.

    Civil Union

    In case of conduction of civil union, the civil union can be dissolved either by a common statement of the partners to dissolve the civil union, or in case one of the partner does not wish and/or is not possible to sign the common statement then then one of the partners should secure a Court Order from the Court of the province in which the civil union has been conducted, as described in the above.

    Το τμήμα Επίλυσης Δικαστικών και Οικογενειακών Διαφορών της Δικηγορικής μας Εταιρείας είναι γνωστό  για την ανταπόκριση, την αποτελεσματικότητα, την αξιοπιστία και την επιμέλειά του στην εξυπηρέτηση των πελατών μας. Το τμήμα Επίλυσης Δικαστικών και Οικογενειακών Διαφορών της Δικηγορικής μας Εταιρεία στελεχώνεται από εξειδικευμένους δικηγόρους που ειδικεύονται στα ακόλουθα:

    • Διαζύγια
    • Γονική Μέριμνα
    • Διατροφή ανηλίκων
    • Περιουσιακές Διαφορές
    • Πολιτική Συμβίωση

    Διαζύγιο

    Κάθε ζευγάρι, ανεξαρτήτου υπηκοότητας και ανεξαρτήτως πού τέλεσε τον γάμο του, το οποίο διαμένει στην Κυπριακή Δημοκρατία για τουλάχιστον 3 μήνες μπορεί να υποβάλει αίτηση διαζυγίου στα Κυπριακά Οικογενειακά Δικαστήρια.

    Εκκλησιαστικός Γάμος

    Για να λυθεί ένας θρησκευτικός γάμος θα πρέπει αρχικά να ολοκληρωθεί η διαδικασία γνωστοποίηση της πρόθεσης λύσης του θρησκευτικού γάμου προς τον αρμόδιο Επίσκοπο της Επαρχίας του τόπου διαμονής του συζύγου που επιθυμεί τη λύση του θρησκευτικού γάμου.

    Μετά την πάροδο έξι (6) εβδομάδων από την ολοκλήρωση της διαδικασίας γνωστοποίησης, ως αναφέρεται ανωτέρω,  ο σύζυγος που επιθυμεί να προχωρήσει με τη λύση του θρησκευτικού του γάμου έχει το δικαίωμα να καταχωρήσει στο αρμόδιο Οικογενειακό Δικαστήριο την σχετική αίτηση για λύση του θρησκευτικού του γάμου με όλα τα γεγονότα της έγγαμης σχέσης και τους λόγους διαζυγίου.

    Πολιτικός γάμος

    Η λύση ενός πολιτικού γάμου είναι πιο γρήγορη καθώς αίτηση διαζυγίου καταχωρείται κατευθείαν στο Οικογενειακό Δικαστήριο της επαρχίας όπου διαμένουν οι σύζυγοι, χωρίς να χρειάζεται να προβεί ο σύζυγός στην διαδικασία γνωστοποίησης περί πρόθεσης λύσης του γάμου. Στην εν λόγω αίτηση αναφέρονται όλα τα στοιχεία της έγγαμης σχέσης όπως επίσης και λόγους διαζυγίου.

    Εκκλησιαστικός και Πολιτικός Γάμος

    Σε περίπτωση που ένα ζευγάρι τέλεσε και θρησκευτικό και πολιτικό γάμο τότε θα πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία γνωστοποίησης της περί πρόθεσης λύσης του γάμου αναφορικά με τον θρησκευτικό γάμο ενώ στην ίδια αίτηση διαζυγίου θα πρέπει να αιτηθούν τη λύση και των δυο (2) τελετών.

    Λύση πολιτικής συμβίωσης

    Σε περίπτωση σύναψης πολιτική συμβίωση, τότε η πολιτική συμβίωση μπορεί να λυθεί είτε με έγγραφη κοινή δήλωση των συμβίων, είτε σε περίπτωση που ένας εκ των συμβιών δεν επιθυμεί και/ή δεν είναι εφικτό να προβεί στην έγγραφη κοινή δήλωση τότε θα πρέπει να αποταθεί ένας εκ των συμβίων στο Δικαστηρίου της επαρχίας στην οποία αυτό έχει συναφθεί η πολιτική συμβίωση με σκοπό να εξασφαλίσει Διάταγμα Δικαστηρίου, ως περιγράφεται στις πιο πάνω περιπτώσεις.

    Η Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας (στο εξής η «Υπηρεσία»), κατόπιν υποβολής παραπόνου από καταναλωτές  (στο εξής οι «Παραπονούμενοι») προέβη σε έρευνα με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο η εμπορική πρακτική που ακολούθησε η Alpha Bank Cyprus Ltd (στο εξής η «Τράπεζα») είχε αθέμιτο χαρακτήρα και/ή εμπορική πρακτική η οποία είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις της επαγγελματικής ευσυνειδησίας κατά παράβαση του περί των Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών των Επιχειρήσεων προς τους Καταναλωτές Νόμων του 2007 έως 2013 (103(I)/2007) (στο εξής ο «Νόμος»). Η εν λόγω εμπορική πρακτική αφορά στον τερματισμό, από μέρους της Τράπεζας, δανειακών συμβάσεων της Τράπεζας με καταναλωτές, απαιτώντας παράλληλα από αυτούς την άμεση εξόφληση των πιστωτικών τους διευκολύνσεων καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, θα προχωρούσε σε έναρξη της διαδικασίας πλειστηριασμού για πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου, μετά από αγωγές που κατέθεσαν οι δανειολήπτες εναντίον της Τράπεζας στο Δικαστήριο.

    Τα Γεγονότα:

    1. Οι Παραπονούμενοι κατά ή περί τα έτι 2008 και 2009 σύναψαν με την Τράπεζα δυο δανειακές συμβάσεις όπου και οι δυο δανειακές συμβάσεις περιλάμβανα όρο σύμφωνα με τον οποίο η Τράπεζα είχε το δικαίωμα οποτεδήποτε, χωρίς επηρεασμό οποιασδήποτε άλλης θεραπείας ή δικαιώματος, να ζητήσει άμεση εξόφληση του δανείου ή οποιουδήποτε υπολοίπου του μαζί με όλους τους τόκους, προμήθειες, δικαιώματα και έξοδα που οφείλονταν σύμφωνα με τη σύμβαση, οπότε το δάνειο μαζί με όλους τους τόκους, προμήθειες, δικαιώματα και έξοδα θα καθίσταντο αμέσως ληξιπρόθεσμα και πληρωτέα προς την Τράπεζα.
    • Οι εν λόγω πιστωτικές διευκολύνσεις για ένα χρονικό διάστημα παρουσίαζαν καθυστερήσεις, παρ’ όλα αυτά οι Παραπονούμενοι άμεσα εξόφλησαν τις εν λόγω καθυστερήσεις.
    • Κατά ή περί το έτος του 2015 οι Παραπονούμενοι καταχώρησαν εναντίον της Τράπεζας δυο αγωγές που αφορούσαν τις δυο δανειακές συμβάσεις και με τις εν λόγω αγωγές αξίωναν, μεταξύ άλλων, και την ακύρωση των επίδικων συμβάσεων καθώς ισχυρίστηκαν ότι αυτές ήταν άκυρες ένεκα του ότι αποτέλεσαν αποτελέσματα απάτης και/ή απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων και/ή ψευδών παραστάσεων.
    • Η Τράπεζα ένεκα των αγωγών που κατέθεσαν οι Παραπονούμενοι,  επικαλούμενη το δικαίωμα της που απορρέει από τον πιο πάνω αναφερόμενο όρο των δανεικών συμβάσεων, απέστειλε στους Παραπονούμενους επιστολές με τις οποίες ζητούσε την ανάκληση των πιστώσεων που τους χορηγήθηκαν και την καταβολή όλων των οφειλόμενων ποσών, δηλαδή την πλήρη αποπληρωμή των δανείων. Παράλληλα,  η Τράπεζα καταχώρησε την αγωγή με την οποία ζήτησε την έκδοση διατάγματος εναντίον των Παραπονούμενων με το οποίο να διατάσσονται να εξοφλήσουν άμεσα τις δανειοληπτικές τους υποχρεώσεις και/ή να διατάσσεται η έναρξη διαδικασίας εκποίησης της ενυπόθηκης περιουσίας των Παραπονούμενων. Οι Παραπονούμενοι, κρίνοντας τον τερματισμό ως παράνομο, αρνήθηκαν να τον αποδεχτούν.

    Η έρευνα της Υπηρεσίας

    Η Υπηρεσία κατόπιν υποβολής του παραπόνου από τους Παραπονούμενος όφειλε σύμφωνα με τον άρθρο 11(1)(α) του Νόμου να εξετάσει τυχόν παραβάσεις του Νόμου, ο οποίος εφαρμόζεται, ως προνοεί το άρθρο 3(1), σε εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εμπορική συναλλαγή σχετιζόμενη με ένα συγκεκριμένο προϊόν και/ή υπηρεσία.

    Ως τα ανωτέρω γεγονότα οι Παραπονούμενοι καταχώρησαν αγωγές εναντίον της Τράπεζας αξιώνοντας ακύρωση των επίδικων συμβάσεων καθώς ισχυρίστηκαν ότι αυτές ήταν άκυρες ένεκα του ότι αποτέλεσαν αποτελέσματα απάτης αι/ή απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων και/ή ψευδών παραστάσεων, ενώ η Τράπεζα καταχώρησε αγωγή εναντίον των Παραπονούμενων αξιώνοντας τον τερματισμό των πιστωτικών διευκολύνσεων λόγω παραβίασης όρων αυτών.

    Δέον να αναφερθεί ότι υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην έννοια του «τερματισμού» και στην έννοια της «ακύρωσης» μια σύμβασης. Ως επεξηγείται στο σύγγραμμα του ο κ. Π. Γ. Πολυβίου «Το δίκαιο των συμβάσεων» (βλ. σελ. 658-661) σε περίπτωση τερματισμού λόγω παράβασης ουσιώδους όρου, η σύμβαση τερματίζεται από το χρονικό σημείο εξάσκησης του δικαιώματος του αθώου μέρους να τερματίσει τη σύμβαση, ενώ σε περίπτωση ακύρωσης όταν αυτή αποτελεί προϊόν δόλου ή ψευδούς παράστασης ή παρανομίας που έλαβε χώρα πριν από τη σύναψη της σύμβασης, η σύμβαση ακυρώνεται και εξαφανίζεται εξ’ υπαρχής. Συνεπώς, η απαίτηση για ακύρωση μια σύμβασης δεν συνιστά απαίτηση τερματισμού της.

    Στην υπό κρίση περίπτωση, οι Παραπονούμενοι με τις αγωγές τους δεν κατέθεσαν αγωγή εναντίον της Τράπεζας για παράβαση κάποιου όρου κατά τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης αλλά για απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων ή/και απάτη ή/και ψευδείς παραστάσεις ή/και παραβάσεις καθήκοντος πριν και/ή κατά τη σύναψη των σχετικών συμβάσεων. Συνεπώς, δεν προκύπτει ότι υπήρχε απαίτηση από μέρους των Παραπονούμενων για εξάσκηση τυχόν δικαιώματός τους για τερματισμό.

    Στη βάση των ως άνω αναφερόμενων, οι Παραπονούμενοι παρά την καταχώρηση των αγωγών εναντίον της Τράπεζας εξακολουθούσαν να είναι συμμορφωμένοι με τους όρους των δανειακών συμβάσεων και οι εν λόγω λογαριασμοί δεν παρουσίαζαν καθυστερήσεις. Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση συμβατικού όρου η Τράπεζα ζήτησε τον τερματισμό των δανεικών συμβάσεων, όχι επειδή υπήρξαν όντως καθυστερήσεις από μέρους των Παραπονούμενων, ως ισχυρίστηκαν και στην Έκθεση Απαίτησης τους, αλλά ενεργώντας με τρόπο επιθετικό και αντίθετο προς την επαγγελματική ευσυνειδησία, εξαιτίας των αγωγών που καταχώρησαν οι Παραπονούμενοι εναντίον της.   

    Η Απόφαση

    Με βάση τα ανωτέρω, η Υπηρεσία, έκρινε την εμπορική πρακτική να τερματίσει τις δανειακές συμβάσεις απαιτώντας παράλληλα την άμεση εξόφληση των πιστωτικών τους διευκολύνσεων, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα προχωρούσε σε έναρξη της διαδικασίας πλειστηριασμού για πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου, αμέσως μετά τη καταχώρηση αγωγών στο Δικαστήριο εναντίον της και χωρίς να συντρέχει ιδιαίτερος λόγος, όπως θα ήταν για παράδειγμα η καθυστέρηση στις πληρωμές των δόσεων τους, ως επιθετική εμπορική πρακτική και ως εκ τούτου αθέμιτη, κατά παράβαση των άρθρων 4(1)(2)(δ), 7 και 8 του Νόμου.

    Η Τράπεζα με το να συμπεριλάβει τον όρο στις δανειακές συμβάσεις που της δίδετε το δικαίωμα να ζητήσει άμεση εξόφληση του δανείου ή οποιουδήποτε υπολοίπου του μαζί με όλους τους τόκους, προμήθειες, δικαιώματα και έξοδα που οφείλονταν σύμφωνα με τη σύμβαση, οπότε το δάνειο μαζί με όλους τους τόκους, προμήθειες, δικαιώματα και έξοδα θα καθίσταντο αμέσως ληξιπρόθεσμα και πληρωτέα προς αυτή, ασκεί επιρροή στους καταναλωτές μέσω της ευχέρειας που της παρέχεται από τον εν λόγω όρο να καθορίζει την έκταση και το χρόνο της υποχρέωσής τους για αποπληρωμή των δανείων τους σε οποιαδήποτε περίπτωση και στιγμή.

    Η Τράπεζα έκανε κατάχρηση της επιρροής που μπορούσε να ασκήσει στους Παραπονούμενους μέσω του υπό αναφορά όρου. Συγκεκριμένα, η Τράπεζα προχώρησε σε εφαρμογή του όρου αμέσως μετά την προσφυγή των Παραπονούμενων στο Δικαστήριο και χωρίς, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, να συντρέχει λόγος, όπως θα ήταν για παράδειγμα η οποιαδήποτε παράβαση συμβατικού όρου εκ μέρους των Παραπονούμενων. Η Τράπεζα, με την εφαρμογή του πιο πάνω όρου τερμάτισε αυτόματα τις επίμαχες συμβάσεις, κάτι που παρεμπόδισε σημαντικά ή υπήρχε ενδεχόμενο να παρεμποδίσει σημαντικά την ελευθερία επιλογής ή συμπεριφοράς τους ως προς τις δανειακές συμβάσεις, με αποτέλεσμα να τους οδηγήσει ή να είναι πιθανόν να τους οδηγήσει να λάβουν απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δε θα ελάμβαναν όπως θα ήταν η απόσυρση των αγωγών και η άμεση εξόφληση των πιστωτικών τους διευκολύνσεων υπό το φόβο έναρξης της διαδικασίας πλειστηριασμού για πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου.

    Αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε καταναλωτή η προσφυγή στο Δικαστήριο προκειμένου να ζητήσει θεραπεία από το σύστημα απόδοσης δικαιοσύνης όπως αυτό καθορίζεται από το Σύνταγμα και τους Νόμους της Δημοκρατίας σε περίπτωση που πιστεύει ότι μια σύμβαση που έχει συνάψει με κάποιο εμπορευόμενο θίγει τα συνταγματικά του δικαιώματα. Αποτελούσε ευθύνη της Τράπεζας να σεβαστεί το συγκεκριμένο δικαίωμα των Παραπονούμενων και να αφήσει το Δικαστήριο να αποφασίσει τελικά επί της συγκεκριμένης προσφυγής. Μέχρι το Δικαστήριο να εκδικάσει την αγωγή των Παραπονουμένων και τα δύο μέρη θα έπρεπε να συνεχίσουν να εκπληρώνουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, κάτι που οι Παραπονούμενοι έπραξαν ενώ αντίθετα η Τράπεζα ενήργησε με τρόπο επιθετικό τερματίζοντας τις συμβάσεις.

    Η Ποινή

    Η υπό διερεύνηση εμπορική πρακτική που άσκησε η Τράπεζα, η οποία αφορά στον τερματισμό δανειακών συμβάσεων, ενώ οι εν λόγω συμβάσεις εξυπηρετούντο κανονικά και χωρίς να υπάρχει υπερημερία, είναι αθέμιτη κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 4(2)(α)(β)(δ), 7 και 8 του Νόμου. Ως εκ τούτου η Υπηρεσία επέβαλλε προς την Τράπεζα για την άσκηση αθέμιτης εμπορικής πρακτικής, κατά παράβαση των περί των Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών των Επιχειρήσεων προς τους Καταναλωτές Νόμων του 2007 έως 2013, διοικητικό πρόστιμο ύψους €50.000 για την παράβαση των άρθρων 4(1)(2)(δ), 7 και 8 του Νόμου και διοικητικό πρόστιμο ύψους €30.000 για την παράβαση του άρθρου 4(1)(2)(α)(β) του Νόμου.

    Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε από την Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας την 16/05/2023 και μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο της στον εξής σύνδεσμο: https://consumer.gov.cy/assets/modules/wnp/articles/202302/65/docs/2023-26_alpha_bank.pdf

    Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου και συγχρόνως ένα από τους θεμέλιους λίθους κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος. Το δικαίωμα της έκφρασης διασφαλίζεται κάτω από το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων ενώ σε Κυπριακό επίπεδο κατοχυρώνεται μέσα από το Άρθρο 19 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου και της καθ’ οιονδήποτε τρόπον εκφράσεως, το οποίο περιλαμβάνει την ελευθερία της γνώμης, της λήψεως και μεταδόσεως πληροφοριών.

    Η σημασία του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου αντανακλάται επίσης μέσα από την νομολογία. Στην υπόθεση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Lingens v. Austria App. No. 9815/82, Ser. A, vol. 103 (1986) 8 Ε.Η.R.R. 407 para41, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η ελευθερία της έκφρασης συνιστά ένα από τα ουσιαστικά θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας και μια από τις βασικότερες προϋποθέσεις για την πρόοδο της και για την ικανοποίηση των ατόμων. Η ελευθερία αυτή, με τις εξαιρέσεις που αναφέρονται στη Σύμβαση, εφαρμόζονται όχι μόνον σε πληροφορίες και ιδέες που είναι αρεστές ή τουλάχιστο θεωρούνται ως μη εχθρικές ή αδιάφορες, αλλά επίσης και σε εκείνες που είναι προσβλητικές, εκπλήττουν ή ενοχλούν, αφού αυτό απαιτεί ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία.

    Παρά το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει, το δικαίωμα της έκφρασης δεν είναι απόλυτο και υπόκειται σε περιορισμούς, νόμιμους και αναλογικούς, οι οποίοι αποσκοπούν στην προστασία της δημόσιας ασφάλειας, υγείας ηθών, ασφάλειας της Δημοκρατίας ή συνταγματικής τάξεως, για σκοπούς παρεμπόδισης αποκάλυψης εμπιστευτικών πληροφορίων, διατήρησης του κύρους της δικαστικής εξουσίας ή προς την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων τρίτων προσώπων. Ειδικότερα αναφορικά με την προστασία των δικαιωμάτων τρίτων, ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει να δίδεται στην εξισορρόπηση από τη μια του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης και από την άλλη στην προστασία του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής, της υπόληψης και φήμης ενός ατόμου.

    Το δικαίωμα έκφρασης μπορεί να ασκηθεί με διάφορους τρόπους και μορφές, είτε προφορικά είτε γραπτώς, ως σχόλιο, άσκηση κριτικής, μορφή τέχνης ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ένα άτομο επιθυμεί να εκφραστεί και να κοινοποιήσει συγκεκριμένες πληροφορίες και ιδέες. Με την ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη, σε παγκόσμιο επίπεδο, το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν πλέον εδραιωθεί ως το πλέον διαδεδομένο μέσο ενημέρωσης, έκφρασης και μετάδοσης πληροφοριών, το οποίο έχει εκθρονίσει τα παραδοσιακά μέσα. Με το πάτημα ενός κουμπιού ηλεκτρονικού υπολογιστή ή τηλεφώνου, ο καθένας από εμάς έχει πρόσβαση σε απεριόριστες πληροφορίες και βήμα έτσι ώστε, μεταξύ άλλων, να εκφραστεί, να ασκήσει κριτική, να λάβει μέρος σε δημόσιο διάλογο και να κοινοποιήσει ιδέες και απόψεις. Παρά τους περιορισμούς οι οποίοι υπάρχουν στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, ειδικότερα όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων τρίτων προσώπων, η ανεξέλεγκτη χρήση και απεριόριστη προσβασιμότητα του κοινού στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οδηγεί, σε πάρα πολλές περιπτώσεις,  σε καταχρήσεις αλλά και δυσκολίες στην προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δικαιωμάτων τρίτων, ειδικότερα όταν ο θήτης και πομπός της πληροφορίας/του δημοσιεύματος είναι άγνωστος. Παράδειγμα τέτοιων περιστατικών, τα οποία αποτελούν μάστιγα της σύγχρονης τεχνολογικής κοινωνίας στην οποία ζούμε, είναι ο διαδικτυακός εκφοβισμός (cyberbullying) αλλά και η διάδοση ψευδών ειδήσεων (fake news) μέσω διαδικτύου.

    Στην Κύπρο, δεν υπάρχει, μέχρι στιγμής, συγκεκριμένη και ειδική νομοθεσία που ποινικοποιεί πράξεις ηλεκτρονικής επικοινωνίας οι οποίες δύναται να είναι προσβλητικού, αισχρού, απειλητικού χαρακτήρα ή να έχουν ψευδές περιεχόμενο. Παρ’ όλα ταύτα, το Κυπριακό εν ισχύ νομοθετικό πλαίσιο περιλαμβάνει τα εξής:

    • Δημοσίευση δυσφημιστικού δημοσιεύματος– Σύμφωνα με τον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο (Κεφ. 148) δυσφήμιση συνίσταται στη δημοσίευση από οποιοδήποτε πρόσωπο δημοσιεύματος, σε οποιαδήποτε μορφή, το οποίο αποδίδει σε άλλο πρόσωπο έγκλημα ή ανάρμοστη συμπεριφορά ή εκ φύσεως τείνει στο να βλάψει ή να επηρεάσει δυσμενώς την υπόληψη προσώπου στο επάγγελμα, επιτήδευμα, εργασία ή απασχόληση ή ενδέχεται να εκθέσει πρόσωπο σε γενικό μίσος, περιφρόνηση ή χλεύη ή να προκαλέσει αποστροφή ή αποφυγή οποιουδήποτε προσώπου από άλλους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το άτομο του οποίου η φήμη έχει πληγεί δύναται ν’ αποταθεί για να διεκδικήσει θεραπεία, υπό την μορφή αποζημίωσης ή έκδοσης αναγνωριστικού και/ή απαγορευτικού Διατάγματος, από το Δικαστήριο. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.α. ν. Αλωνεύτη (2002) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1863 οι πρόνοιες του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου (Κεφ. 148) σχετικά με τη δυσφήμηση δικαιολογούνται από την ανάγκη προστασία της φήμης και υπόληψης του ατόμου και των θεμελιωδών του δικαιωμάτων. Παρ’ όλα ταύτα, η ίδια νομοθεσία καθιστά ως υπεράσπιση, σε περιπτώσεις δυσφήμισης, το γεγονός ότι το δημοσίευμα ήταν αληθές, έγινε υπό μορφή έντιμου σχολίου για θέμα δημόσιου συμφέροντος, ότι η δημοσίευση ήταν προνομιούχα σύμφωνα με τα Άρθρα 20 και 21 του Νόμου ή ότι αυτή έγινε χωρίς πρόθεση σύμφωνα με το Άρθρο 22.
    • Δημοσίευση ψευδών ειδήσεων – Άρθρο 50 Ποινικού Κώδικα – προβλέπει ότι όποιος, με οποιοδήποτε τρόπο, δημοσιεύει σε οποιαδήποτε μορφή ψευδείς ειδήσεις ή πληροφορίες που δύναται να κλονίσουν τη δημόσια τάξη ή εμπιστοσύνη του κοινού προς το κράτος ή τα όργανά του ή να προκαλέσουν φόρο ή ανησυχία στο κοινό ή να παραβλέψουν με οποιοδήποτε τρόπο την κοινή ειρήνη και ευταξία, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκιση η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή με χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τα €2.500 ή και με τις δύο ποινές.

    Σε μια προσπάθεια ρύθμισης του ζητήματος, έχει γνωστοποιηθεί ότι η Επιτροπή Νομικών της Βουλής έχει προχωρήσει στη μελέτη νομοθεσιών άλλων χωρών αναφορικά με το ζήτημα της διάδοσης ψευδών ειδήσεων, κυρίως μέσω διαδικτύου και μέσων κοινωνικής δικτύωσης, με σκοπό τη συγκρότηση νομοσχεδίου το οποίο θα ρυθμίζει νομοθετικά το συγκεκριμένο ζήτημα. Αναμένονται λοιπόν με μεγάλο ενδιαφέρον οι οποιεσδήποτε εξελίξεις, ειδικότερα αναφορικά με το τι θα συνιστά «ψευδής είδηση» και πότε θα διαπράττεται οποιοδήποτε αδίκημα, αφού η γραμμή παραμένει εξαιρετικά λεπτή και απαιτείται μεγάλη προσοχή στην εξισορρόπηση από τη μία του συγκεκριμένου σκοπού, ήτοι η προστασία των δικαιωμάτων προσώπων εναντίον των οποίων μεταδίδονται ψευδείς ειδήσεις αλλά και του δικαιώματος έκφρασης λόγου προσώπου το οποίο μεταδίδει τέτοιες πληροφορίες αθώα, χωρίς να γνωρίζει κατά πόσο είναι ψευδείς και/ή χωρίς να έχει οποιαδήποτε πρόθεση να βλάψει.

    Μέσω του περί Πτώχευσης Νόμος (ΚΕΦ.5) (στο εξής ο «Νόμος»), δίδεται το δικαίωμα σε πιστωτή να προβεί,  μέσω της ενδεδειγμένης από τον Νόμο διαδικασία,  σε κήρυξη του οφειλέτη ως πτωχεύσας  και έτσι να εξασφάλιση με αυτόν τον τρόπο την οφειλή.

    Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Νόμου, πιστωτές έχουν δικαίωμα να προσέλθουν στο Δικαστήριο και κατόπιν υποβολής αίτησης πτώχευσης, να κηρυχθεί ο χρεώστης (φυσικό πρόσωπο) σε πτώχευση με την έκδοση διατάγματος, όποτε η περιουσία του οφειλέτη θα ανατεθεί στη φύλαξη του επίσημου παραλήπτη, ο οποίος θα διαχειριστεί των οικονομικών υποθέσεων του μέχρι την κατανομή των οφειλόμενων μεταξύ των πιστωτών.  Περαιτέρω, στο άρθρο 3 του Νόμου καθορίζονται οι πράξεις των οφειλετών συνιστούν πράξη πτώχευσης για να ενεργοποιηθεί το δικαίωμα υποβολής αίτησης πτώχευσης, ως εξής:

    • αν στην Κύπρο ή αλλού προβαίνει σε δόλια μεταβίβαση, δωρεά, παράδοση ή μεταβίβαση της περιουσίας του ή οποιουδήποτε μέρους αυτής·
    • αν στην Κύπρο ή αλλού προβαίνει σε οποιαδήποτε παραχώρηση ή μεταβίβαση της περιουσίας του ή οποιουδήποτε μέρους αυτής, ή δημιουργεί σε αυτή επιβάρυνση, η οποία σύμφωνα με το Νόμο αυτό ή οποιοδήποτε άλλο Νόμο θα ήταν άκυρη ως δόλια προτίμηση αν ο χρεώστης κηρυσσόταν σε πτώχευση·
    • αν διενεργήθηκε εναντίον του εκτέλεση με κατάσχεση των εμπορευμάτων του, με διαδικασία αγωγής σε οποιοδήποτε Δικαστήριο, και τα κατασχεθέντα εμπορεύματα είτε πωλήθηκαν είτε κρατούνται από τον εντεταλμένο για την εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων για είκοσι μια ημέρες, νοουμένου ότι, αν υποβλήθηκε αίτηση για δικαστική επίλυση της διαφοράς αναφορικά με τα κατασχεθέντα εμπορεύματα, ο χρόνος που παρήλθε μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία η αίτηση υποβλήθηκε και της ημερομηνίας κατά την οποία η διαδικασία της αίτησης οριστικά διευθετείται, ή εγκαταλείπεται, δεν θα λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό της περιόδου των είκοσι μιας ημερών·
    • αν καταθέσει στο Δικαστήριο δήλωση ανικανότητας του να πληρώσει τα χρέη του ή υποβάλει αίτηση για εκούσια πτώχευση·
    • αν πιστωτής εξασφαλίζει εναντίον του τελεσίδικη απόφαση ή τελικό διάταγμα για οποιοδήποτε ποσό, και, ενώ δεν αναστάλθηκε η εκτέλεση της απόφασης ή του διατάγματος, επέδωσε σε αυτόν στην Κύπρο ή αλλού με άδεια του Δικαστηρίου, ειδοποίηση πτώχευσης βάσει του Νόμου αυτού και μέσα σε επτά ημέρες μετά την επίδοση της ειδοποίησης σε αυτόν, σε περίπτωση που η επίδοση γίνεται στην Κύπρο και σε περίπτωση που η επίδοση γίνεται αλλού μέσα στον καθορισμένο από το διάταγμα που παρέχει την άδεια για επίδοση χρόνο, ο χρεώστης είτε συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της ειδοποίησης, είτε ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει ανταπαίτηση, δικαίωμα συμψηφισμού ή ανταγωγή η οποία εξισώνεται ή υπερβαίνει το ποσό του εξ αποφάσεως χρέους ή το ποσό που διατάχτηκε να πληρωθεί, και την οποία δεν ήταν δυνατό να προβάλει στην αγωγή ή τη διαδικασία στην οποία εξασφαλίστηκε η απόφαση ή το διάταγμα.(οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο κατά τον εκάστοτε χρόνο νομιμοποιείται να εκτελέσει τελεσίδικη απόφαση ή τελικό διάταγμα, θα θεωρείται ότι είναι πιστωτής που εξασφάλισε τελεσίδικη απόφαση ή τελικό διάταγμα.)
    • Αν, ενώ οφείλει σε πιστωτή χρέος που δύναται να επαληθευτεί σε πτώχευση παραλείπει να πληρώσει, ή να εξασφαλίσει ή να συμβιβάσει το χρέος αυτό, μέσα σε τέτοιο χρόνο που θα επιτραπεί από διάταγμα που εκδίδεται από το Δικαστήριο σε αίτηση του πιστωτή, νοουμένου πάντοτε ότι καμία τέτοια αίτηση δεν γίνεται δεκτή από το Δικαστήριο, εκτός αν επιδόθηκε προηγουμένως στο χρεώστη ειδοποίηση πτώχευσης που απαιτεί την πληρωμή του χρέους και έλαβε γνώση της αίτησης αυτής και κλήθηκε να δείξει λόγο εναντίον της ίδιας·
    • αν Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής θεωρείται ότι έχει αποτύχει ή έχει τερματισθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου.

    Προϋποθέσεις:

    Σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Νόμου ο πιστωτής δικαιούται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης εναντίον χρεώστη, αν-

    • το χρέος που οφείλεται από το χρεώστη προς τον Αιτητή πιστωτή, το συνολικό ποσό των χρεών που οφείλεται στους διάφορους αιτούντες πιστωτές συμποσούται σε δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15.000), και,
    • το χρέος είναι εκκαθαρισμένο ποσό, πληρωτέο είτε αμέσως είτε σε καθορισμένο μελλοντικό χρόνο, και
    • η πράξη πτώχευσης στην οποία στηρίζεται η πτώχευση συνέβηκε μέσα σε έξι μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης, και
    • ο οφειλέτης κατοικεί στην Κύπρο ή, μέσα σε περίοδο ενός χρόνου πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, είχε τη συνήθη διαμονή, ή είχε τόπο διαμονής ή τόπο εργασίας στην Κύπρο ή διεξήγαγε εργασίες στην Κύπρο προσωπικά, ή με αντιπρόσωπο ή διευθυντή, ή είναι ή μέσα στην περίοδο που αναφέρθηκε ήταν μέλος οίκου ή συνεταιρισμού που διεξήγαγε εργασίες στην Κύπρο μέσω εταίρου ή εταίρων ή αντιπροσώπου ή διευθυντή, και
    • ο πιστωτής ή οι πιστωτές που υποβάλλουν από κοινού την αίτηση δηλώσουν στην αίτηση τόσο το πλήρες όνομα, τον αριθμό ταυτότητας, το επάγγελμα και τη διεύθυνσή τους, όσο και εκείνα του οφειλέτη, και
    • ο πιστωτής καταβάλλει στον Επίσημο Παραλήπτη τέλος ύψους πεντακοσίων ευρώ (€500)

    Νοείται ότι, σε περίπτωση απόσυρσης ή απόρριψης της σχετικής αίτησης από το Δικαστήριο, το εν λόγω τέλος δεν επιστρέφεται στον Αιτητή, και ο Αιτητής, θα πρέπει να παραδώσει αντίγραφο της αίτησης και του διατάγματος πτώχευσης όταν εκδοθεί, στον Επίσημο Παραλήπτη, στον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στον Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας, στον Γενικό Διευθυντή του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και στον Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών.

    Διαδικασία πτώχευσης φυσικού προσώπου έχει ως εξής:

    Σε περίπτωση που η πράξη του οφειλέτη συνιστά πράξη πτώχευσης ως το  άρθρο 3(1) το Νομού, θα πρέπει αρχικά να καταχωρηθεί μονομερής Αίτησης ενώπιον του Δικαστηρίου (αίτηση ειδοποίησης πτώχευσης), ως οι πρόνοιες του άρθρου 3(3) του Νόμου, με την οποία καλείται ο οφειλέτης να πληρώσει το χρέος, ή να εξασφαλίσει το χρέος ή να συμβιβάσει αυτό κατά τρόπο που να ικανοποιεί τον πιστωτή ή το Δικαστήριο και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του χρεώστη εντός καθορισμένης προθεσμίας ο πιστωτής δύναται να καταχώρηση αίτηση πτώχευσης εναντίον του.

    Με την επιτυχή έκδοση του διατάγματος ειδοποίησης πτώχευσης το εν λόγω Διάταγμα επιδίδεται στον οφειλέτη και σε περίπτωση που εκπνεύσει η προθεσμία η οποία αναγράφεται στο Διάταγμα, ο πιστωτής δύναται εντός 6 μηνών, ως προνοείται από το άρθρο 5(1)(γ) του Νόμου, από την καταχώρηση της αίτησης ειδοποίησης πτώχευσης να καταχωρήσει αίτησης με την οποία θα αιτείται την έκδοση διατάγματος πτώχευσης εναντίον του οφειλέτη.

    Πριν την καταχώρηση της αίτησης πτώχευσης θα πρέπει ο πιστωτής να καταβάλει στον Επίσημο Παραλήπτη τέλος ύψους πεντακοσίων ευρώ (€500), ως προνοεί το άρθρο 5(1)(στ) του Νόμου, και να εξασφαλίσει από Τμήμα Αφερεγγυότητας πιστοποιητικό μη πτώχευσης, ως προνοεί το άρθρο 4(1) του Νομού, με σκοπό να επιβεβαιωθεί ότι δεν έχει ήδη υποβληθεί αίτηση πτώχευσης εναντίον του οφειλέτη και ή δεν βρίσκεται σε ισχύ Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής ή προστατευτικό διάταγμα σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου. Το τέλος καταβολής για την εξασφάλιση του πιστοποιητικού μη πτώχευσης ανέρχεται στα €40 και η αίτηση για εξασφάλιση του εν λόγω πιστοποιητικού μπορεί να γίνει είτε γραπτώς είτε ταχυδρομικός.   

    Με την καταβολή των εν λόγω τελών, ο πιστωτής δύναται να καταχωρήσει Αίτηση Πτώχευσης εναντίον του οφειλέτη. Η εν λόγω αίτηση συνοδεύεται πάντοτε από ένορκη δήλωση στην οποία επεξηγούνται οι λόγοι που ο πιστωτής προβαίνει στην καταχώρηση της αίτησης,  αναφέροντας επίσης ότι πριν από την υποβολή της εν λόγω αίτησης, ο πιστωτής είχε καταβάλει εύλογες προσπάθειες για εξασφάλιση των χρεών του οφειλέτη και επισυνάπτονται επί της ένορκης δήλωσης η απόδειξη πληρωμής του ποσού των πεντακοσίων ευρώ (€500) στον Επίσημο Παραλήπτη και το πιστοποιητικό μη πτώχευσης.

    Τέλος, σε περίπτωση επιτυχίας της αίτησης πτώχευσης, το σχετικό Διάταγμα, ως προνοεί το άρθρο 4(4) του Νόμου, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αναρτάται στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη και κοινοποιείται στον Έφορο Φορολογίας, στον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων και, εάν ο πτωχεύσας είναι υπάλληλος, στον εργοδότη του, εάν ο τελευταίος είναι γνωστός.

    Εξασφάλιση εξ’ αποφάσεως χρέους – Επαλήθευση χρέους – Παράρτημα Δεύτερο του Νόμου

    Με την επιτυχή έκδοση του Διατάγματος Πτώχευσης και το διορισμό του Επίσημου Παραλήπτη ως διαχειριστής της περιουσίας του χρεώστη, ο πιστωτής για να εξασφαλίσει το πόσο του εξ’ αποφάσεως χρέους θα πρέπει να υποβάλει την επαλήθευση χρέους γραπτώς στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή, εντός τριάντα πέντε (35) ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης του διατάγματος πτώχευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

    Ο πιστωτής συμμετέχει στην επαλήθευση του χρέους με την αποστολή ένορκης δήλωσης (υπό τη μορφή του εντύπου αρ.30 του Τμήματος Αφερεγγυότητας), η οποία πιστοποιείται ενώπιον Πρωτοκολλητή, προς τον Επίσημο Παραλήπτη και περιλαμβάνει τις λεπτομέρειες του χρέους με τα ανάλογα αποδεικτικά και εκθέτει κατά πόσο ο πιστωτής είναι ή δεν είναι εξασφαλισμένος πιστωτής. Οποιαδήποτε έξοδα προκύψουν για να συμπεριληφθεί ο πιστωτής στην επαλήθευση του χρέους βαραίνουν τον πιστωτή.

    Ο διαχειριστής όταν λάβει μερίσματα από τον χρεώστη και/ή από την περιουσία του χρεώστη διανέμει τον εν λόγω μέρισμα με την εξής σειρά: (α) Πραγματικά έξοδα και αμοιβή του Διαχειριστή, (β) Δικαιώματα του Διαχειριστή, (γ) Έξοδα αιτούντα πιστωτή, (δ) Προνομιούχα χρέη, όπως Κυβερνητικοί φόροι, δασμοί κτλ και (ε) Ανασφάλιστα χρέη. 

    Η αναθεώρηση και ο εκσυγχρονισμός του Οικογενειακού Δικαίου ήτο απαραίτητη τόσο σε σχέση με την εφαρμογή των σχετικών νόμων όσο και σε σχέση με την ανάγκη η νομοθεσία να μπορεί να ανταποκριθεί στις σημερινές απαιτήσεις. Απώτερος σκοπός της εν λόγω μεταρρύθμισης είναι προάσπιση των δικαιωμάτων και το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, την περαιτέρω βελτίωση των σχέσεων μεταξύ γονέων και τέκνων, την ισότητα μεταξύ των γονέων, την ίση κατανομή των μεταξύ τους βαρών, τη γρήγορη εκδίκαση των υποθέσεων και γενικότερα την εξομάλυνση των οικογενειακών σχέσεων.

    Συγκεκριμένα, η Βουλή των Αντιπροσώπων την 02/12/2022 ψήφισε τα πιο κάτω νομοσχέδια τα οποία τροποποιούν το Οικογενειακό Δίκιο ως εξής:

    1. Ο Περί της 18ης  Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 2023

    Το πρώτο νομοσχέδιο τροποποιεί το άρθρου 111 του Συντάγματος, ώστε η εκδίκαση των υποθέσεων διαζυγίου από τα οικογενειακά δικαστήρια να γίνεται υπό μονομελή σύνθεση αντί υπό τριμελή σύνθεση ως η ισχύουσα ρύθμιση. Περαιτέρω, το άρθρο 111 του Συντάγματος τροποποιήθηκε με τέτοιο τρόπο όπου διευρύνθηκε το πεδίο των αρμοδιοτήτων των Οικογενειακών Δικαστηρίων  ώστε αυτά να εκδικάζουν οποιαδήποτε οικογενειακή διαφορά, ανεξαρτήτως εάν οι διάδικοι ανήκουν στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία ή σε θρησκευτική ομάδα, και περιορίστηκε η εφαρμογή των λόγων διαζυγίου που προβλέπονται στο Σύνταγμα στους γάμους που έχουν ιερολογηθεί βάσει των θρησκευτικών κανόνων της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.  Η εν λόγω ρύθμιση σκοπό έχει την εξοικονόμηση δικαστικού χρόνου και ταχύτερης απονομής της δικαιοσύνης.

    • Ο περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμου

    Σκοπός της τροποποίησης του περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμου είναι να αναθεωρηθούν επιμέρους οι διατάξεις του που αφορούν στην απόπειρα συνδιαλλαγής και πνευματικής λύσης του γάμου.

    Μια βασική τροποποίηση έφερε το άρθρο 4(1) του βασικού νόμου όπου μειώθηκε η προθεσμία καταχώρησης αγωγής για λύση του γάμου μετά την επίδοση της γνωστοποίησης στον αρμόδιο Επίσκοπό από τρείς (3) μήνες σε έξι (6) εβδομάδες).

    Τροποποιήθηκε επίσης το άρθρο 3 του βασικού νόμου με την αντικατάσταση της φράσης «φρενοβλάβεια του άλλου συζύγου», ο οποίος προβλέπεται ως ένας από τους επικαλούμενους λόγους για λύση του γάμου για τον οποίο δεν απαιτείται η παράδοση γνωστοποίησης στον επίσκοπο πριν από την καταχώριση της σχετικής αγωγής για λύση του εν λόγω γάμου, με τον όρο «ψυχική νόσος του άλλου συζύγου», η οποία θα πρέπει να πιστοποιείται από αρμόδιο κυβερνητικό γιατρό.

    Περαιτέρω προστέθηκε το άρθρο 3 όπου δίνεται η δυνατότητα ηλεκτρονικής αποστολής της γνωστοποίησης στον επίσκοπο, για την απόδειξη της οποίας προβλέπεται η κατάθεση της ηλεκτρονικής απόδειξης της αποστολής αυτής στη γραμματεία του αρμόδιου οικογενειακού δικαστηρίου.

    Περαιτέρω αντικαταστάθηκε το άρθρο 5 του βασικού νόμου και έτσι τροποποιήθηκε η  κοινοποίηση του αποτελέσματος της συνδιαλλαγής, ώστε σε περίπτωση αποτυχίας της συνδιαλλαγής ο επίσκοπος να δίνει στους συζύγους βεβαίωση η οποία να δεικνύει την πνευματική λύση του γάμου, ενώ σε περίπτωση μη πραγματοποίησης της συνδιαλλαγής να συντάσσει σχετικό πρακτικό στο οποίο να επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν πραγματοποιήθηκε η συνδιαλλαγή

    Τέλος, προστέθηκε το «Δεύτερο Μέρος» ως αναγράφεται στο τροποποιημένο Νόμο όπου προστέθηκαν ακόμη 8 άρθρα αναφορικά με τη απόπειρα συνδιαλλαγής και πνευματικής λύσης γάμου ο οποίος ιερολογήθηκε σύμφωνα με τους θρησκευτικούς κανόνες θρησκευτικής ομάδας.

    • Ο περί Γάμου Νόμος

    Σκοπός της τροποποίησης του περί Γάμου Νόμου, είναι να ρυθμιστούν θέματα που σχετίζονται μεταξύ άλλων με την τέλεση γάμου και τους λόγους λύσης του γάμου.

    Αρχικά τροποποιήθηκε το άρθρο 11(2) όπου πλέον δίνεται η δυνατότητα τέλεσης γάμου σε χώρο που επιλέγεται από τα πρόσωπα που προτίθεται να τελέσουν γάμο, ο οποίος εγκρίνεται από τον Λειτουργό Τέλεσης Γάμου. Τροποποιήθηκε επίσης το άρθρο 17(2)  του βασικού Νόμου όπου αυξήθηκε το ηλικιακό όριο τέλεσης γάμου από τα δεκαέξι (16) στα δεκαοκτώ (18) έτη με στόχο τη συμμόρφωση της εθνικής νομοθεσίας με τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα.

    Τροποποίηση έτυχε και το Μέρος VI του βασικού το οποίο αφορά την ακύρωση ή λύση του γάμου. Συγκεκριμένα με την τροποποίηση διαφοροποιήθηκε ο χρόνος επέλευσης των αποτελεσμάτων ακύρωσης ή κήρυξης ακυρότητας ακυρώσιμου γάμου, αντίστοιχα, ώστε η ακύρωση να λειτουργεί εξ υπαρχής. Περαιτέρω, απάλειψη του προαπαιτουμένου της έκδοσης δικαστικής απόφασης για αναγνώριση ανυπόστατου γάμου και επέκταση του πεδίου εφαρμογής της βασικής νομοθεσίας, ώστε οι ρυθμίσεις που αφορούν στην ακύρωση και λύση γάμου να εφαρμόζονται σε όλους ανεξαιρέτως τους γάμους για τους οποίους έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν τα δικαστήρια της Δημοκρατίας.

    Η πιο βασική τροποποίηση του έτυχε ο εν λόγω Νόμος είναι η τροποποίηση του άρθρου 27 καθώς αναδιατυπωθήκαν οι λόγοι διαζυγίου που προβλέπονται στη βασική νομοθεσία και προστέθηκε ο θεσμός του συναινετικού διαζυγίου. Αρχικά μειώθηκε το χρονικό διαστήματος που απαιτείται να βρίσκονται οι σύζυγοι σε διάσταση, ώστε να τεκμαίρεται αμάχητα ο κλονισμός των σχέσεων αυτών, από τα τέσσερα στα δύο έτη και συνακόλουθα η μείωση του χρονικού διαστήματος των επιτρεπτών μικρών διακοπών του προβλεπόμενου χρόνου διάστασης των συζύγων από τους έξι μήνες στους τέσσερις [άρθρο 27(β)].

    Η προσθήκη του άρθρου 27(1) (γ) στον Νόμο θεσπίζει τη δυνατότητα καταχώρισης αίτησης για συναινετική λύση γάμου. Προϋποθέτει όμως το εν λόγω άρθρο ότι σε περίπτωση κατά την οποία υπάρχουν ανήλικα τέκνα, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει απόφαση για λύση του γάμου, εφόσον οι σύζυγοι έχουν καταχωρίσει στο Δικαστήριο αντίγραφο της δικαστικής απόφασης, η οποία ρυθμίζει ζητήματα επιμέλειας τέκνων ή επικοινωνίας με αυτά, ή αίτηση με την οποία ζητείται από το Δικαστήριο η έκδοση εκ συμφώνου απόφασης για τα εν λόγω ζητήματα, η οποία και εκδίδεται κατά την έκδοση απόφασης λύσης γάμου.

    Σύμφωνα με το άρθρο 17 (1) του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ.148  δυσφήμιση είναι όταν οποιοδήποτε πρόσωπο ισχυρίζεται ή διαδίδει οποιαδήποτε φύσης δημοσίευμα, με έντυπο, γραπτό, ζωγραφιά, ομοίωμα, χειρονομίες, λόγια ή άλλους ήχους ή με κάθε άλλο μέσο οποιασδήποτε φύσης, το οποίο αποδίδει σε άλλο πρόσωπο, έγκλημα ή αποδίδει σε άλλο πρόσωπο ανάρμοστη συμπεριφορά σε δημόσια θέση ή εκ φύσεως τείνει στο να βλάψει ή να επηρεάσει με δυσμένεια την υπόληψη άλλου προσώπου στο επάγγελμα, επιτήδευμα, εργασία, απασχόληση ή την θέση του ή ενδέχεται να εκθέσει άλλο πρόσωπο σε γενικό μίσος, περιφρόνηση ή χλεύη, και τέλος ενδέχεται να προκαλέσει την αποστροφή ή αποφυγή οποιουδήποτε προσώπου από άλλους

    Υπάρχουν δυο μορφές δυσφήμισης, ο λίβελλος όπου η δυσφημιστική δήλωση  είναι μια πιο μόνιμη, οριστική ή ορατή μορφή όπως γραπτό κείμενο, φωτογραφία, εικόνα και σχήματα και είναι αγώγιμος χωρίς τη ύπαρξη ειδικής ζημιάς. Η δεύτερη μορφή δυσφήμησης είναι η συκοφαντία η οποία γίνεται με λόγια ή με άλλη παροδική, είτε ορατή είτε ακουστική  όπως χειρονομίες και δεν χρειάζεται ειδική ζημιά για να είναι αγώγιμο αδίκημα εκτός εάν σκοπεύει (για παράδειγμα) να βλάψει την υπόληψη του ενάγοντα ή του  αποδίδει κάποιο έγκλημα, τότε απαιτείται ειδική ζημιά.

    Βασική αρχή της δυσφήμισης είναι ότι η δυσφημιστική δήλωση πρέπει να καταστεί γνωστή σε οποιονδήποτε πρόσωπο ή πρόσωπα άλλα από το άτομο που δυσφημείται. Ωστόσο, εάν το άτομο που δυσφημείται δεν αντιληφθεί το νόημα της δήλωσης και ότι αναφέρεται σε αυτόν τότε δεν  στοιχειοθετείτε το αδίκημα της  δυσφήμισης. Το βάρος απόδειξης το φέρει ο ενάγοντας για να αποδείξει ότι η δημοσίευση έγινε κακόπιστα. Εάν ο ενάγοντας  καταφέρει να αποδείξει ότι στοιχειοθετείτε η δυσφήμιση, τότε ο εναγόμενος υποχρεούται να διαθέσει στον ενάγοντα αποζημίωση για δυσφήμιση εκτός εάν εκδοθεί απόφαση  από το Δικαστήριο που δεν προνοεί οποιαδήποτε θεραπεία για την ζημία που υπέστη ο ενάγοντας.

    Σε περίπτωση που ο ενάγοντας είναι νομικό πρόσωπο τότε το αδίκημα της δυσφήμησης δεν είναι αγώγιμο από μόνο του αλλά το νομικό πρόσωπο θα πρέπει να αποδείξει ότι ως αποτέλεσμα της δυσφήμησης έχει υποστεί ειδική ζημία ή ότι έχει πληγεί η αξιοπιστία και η υπόληψη του σε σχέση με την διεξαγωγή των εμπορικών ή άλλων δραστηριοτήτων του. 

    Ο σκοπός των αποζημιώσεων είναι να επαναφέρει το θύμα στην κατάσταση που βρισκόταν πριν την αδικοπραξία. Η αποζημίωση μπορεί να είναι σε μορφή ειδικής, γενικής ή επαυξημένης αποζημίωσης. Οι ειδικές ζημιές αποτελούν οικονομικές απώλειες που αποτιμούνται σε χρήματα. Ακολούθως, οι γενικές αποζημιώσεις αφορούν την ζημιά που υπέστη η υπόληψη του θύματος, για παράδειγμα η θέση του ενάγοντα στην κοινωνία. Σε περίπτωση που ο ενάγοντας απαιτεί και γενικές αποζημιώσεις τότε εναπόκειται στο Δικαστήριο να καθορίσει τη ζημιά στη φήμη και υπόληψη του ενάγοντα υπό τη μορφή χρηματικής αποζημίωσης.

    Ακολούθως, οι επαυξανόμενες αποζημιώσεις συμβαίνουν σε περιπτώσεις όπου υπάρχει έλλειψη απολογίας και επανάληψη της συκοφαντικής δυσφήμισης από τον εναγόμενο και γενικά εξαρτούνται από την συμπεριφορά του εναγόμενου από την στιγμή την δημοσίευσης μέχρι και την έκδοση της απόφασης.

    Επιπρόσθετα, οι αποζημιώσεις εξαρτούνται από τα επιβαρυντικά και/ή τα ελαφρυντικά στοιχεία μιας υπόθεσης. Επιβαρυντικά στοιχεία, τα οποία επηρεάζουν στη αύξηση του ποσού που θα επιδικαστεί ως αποζημίωση, αποτελούν η συνέχιση της δυσφήμησης και η κακόβουλη συμπεριφορά του εναγόμενου.  Στον αντίποδα, τα ελαφρυντικά στοιχεία, τα οποία μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο για την επιδίκαση χαμηλότερου ποσού ως αποζημίωση δεν είναι εφικτό να χρησιμοποιούνται και ως υπεράσπιση. Περιπτώσεις ελαφρυντικών στοιχείων είναι η απολογία του εναγόμενου πριν ή το γρηγορότερο δυνατόν μετά την έναρξη της αγωγής, εάν έχει δοθεί ήδη αποζημίωση, εάν ο ενάγων ήταν ήδη κακής υπόληψης πριν το δημοσίευμα, εάν ο ενάγοντας είχε προκαλέσει τον εναγόμενο και υπήρχε αθώα διανομή.

    Όσον αφορά το αστικό αδίκημα της δυσφήμισης ο Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος καθορίζει διάφορες υπερασπίσεις τις οποίες μπορεί να χρησιμοποιήσει ο εναγόμενος για να αμφισβητήσει τους ισχυρισμούς του ενάγοντα. Η πρώτη περίπτωση εφαρμόζεται όταν το δημοσίευμα για το οποίο γίνεται λόγος είναι αληθές. Η υπεράσπιση της αλήθειας πρέπει να αποδειχθεί, ότι δηλαδή, ο ισχυρισμός είναι βασικά αληθείς παρόλο που κάποιοι επιμέρους ισχυρισμοί πιθανόν να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Δεύτερον όταν το δημοσίευμα για το οποίο έγινε η αγωγή ήταν έντιμο σχόλιο για θέμα δημοσίου συμφέροντος. Σε αυτή την περίπτωση το δημοσίευμα θα πρέπει να αποτελεί σχόλιο επί γεγονότων και όχι δήλωση γεγονότων. Θα πρέπει επομένως να αποδειχθεί ότι υπάρχει πραγματική βάση για το σχόλιο και ότι αφορά ζήτημα δημοσίου συμφέροντος. Τα γεγονότα στα οποία βασίζεται το σχόλιο πρέπει να είναι ακριβή. Επιπλέον είναι θεμελιωμένο ότι το σχόλιο πρέπει να είναι δίκαιο και πρέπει να βασίζεται σε γεγονότα που αναφέρονται στο επίδικο δημοσίευμα.

    Περαιτέρω ως υπεράσπιση μπορεί να προβληθεί το γεγονός ότι η δυσφήμιση έγινε χωρίς πρόθεση. Η δυσφήμιση για να θεωρείτε ότι είναι χωρίς πρόθεση πρέπει να γίνεται προσφορά για επανόρθωση το ταχύτερο δυνατό μετά που το πρόσωπο που προβαίνει στη δυσφήμιση έλαβε γνώση ότι πιθανόν το δημοσίευμα να ήταν δυσφημιστικό.

    Τέλος είναι ορθό να λεχθεί ότι το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο και απόλυτα σεβαστό. Η ελευθερία αυτή όμως, πρέπει να εναρμονίζεται και με τα άλλα ανθρώπινα δικαιώματα που επίσης προστατεύει το Σύνταγμα, όπως είναι η τιμή και η υπόληψη των άλλων, για αυτό πρέπει η οποιαδήποτε δημοσίευση να γίνεται με πολλή προσοχή.

    Πρόσωπο το οποίο στερείται κρίσης και βούλησης για να διαχειριστεί την περιουσία ή να διευθύνει τις υποθέσεις του, λόγω διανοητικής διαταραχής, τοξικομανίας, αλκοολισμού, εγκεφαλικής ή άλλης σωματικής πάθησης ή ασθένειας, δύναται να κηρυχθεί ως ανίκανο πρόσωπο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανίκανων Προσώπων Νόμο του 1996 (Ν. 23(Ι)/1996) (στο εξής «ο Νόμος»). Αίτηση για να κηρυχθεί οποιοδήποτε πρόσωπο ως ανίκανο υποβάλλεται στο Δικαστήριο εντός της δικαιοδοσίας του οποίου διαμένει, από οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ως ορίζεται μέσα από τον Νόμο και περιλαμβάνει το/τη σύζυγο, πατέρα, μητέρα και κατιόντες του ανίκανου προσώπου, το Διευθυντή των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας και/ή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας καθώς επίσης και οποιοδήποτε πρόσωπο ικανοποιεί το Δικαστήριο για το συμφέρον του στην περιουσία του ανίκανου προσώπου.

    Εφόσον το Δικαστήριο ικανοποιηθεί, κατόπιν ιατρικής μαρτυρίας ή άλλης απόδειξης, ότι το πρόσωπο για το οποίο προωθείται η συγκεκριμένη Αίτηση είναι ανίκανο, κατά την έννοια του Νόμου, εκδίδεται διάταγμα δυνάμει του οποίου απαγορεύεται σ’ αυτό να διενεργεί οποιεσδήποτε πράξεις που επιφέρουν έννομα αποτελέσματα. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κατέχει γενικές και ειδικές εξουσίες να εκδίδει οποιαδήποτε διατάγματα αναφορικά με την εν γένει διαχείριση της περιουσίας και των υποθέσεων του ανίκανου προσώπου ή για τη συντήρηση του ιδίου ή μελών της οικογένειας του ή για την μέριμνα οποιωνδήποτε προσώπων και/ή σκοπών για τους οποίους θα αναμενόταν να ενεργήσει το ανίκανο πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, διαταγμάτων που αφορούν τον έλεγχο, πώληση, απόκτηση και διαχείριση οποιασδήποτε κινητής ή ακίνητης περιουσίας, εκτέλεση οποιονδήποτε πληρωμών, εκτέλεση οποιονδήποτε συμβάσεων και/ή λήψη οποιονδήποτε δικαστικών μέτρων, εκ μέρους και δια λογαριασμό του ανίκανου προσώπου.

    Πέραν των πιο πάνω, το Δικαστήριο κατέχει εξουσία, κατά την έκδοση διατάγματος με το οποίο κηρύσσεται άτομο ως ανίκανο, να προβαίνει στο διορισμό διαχειριστή της περιουσίας του, στον οποίο δίδονται οι εξουσίες που αναφέρονται συγκεκριμένα στο Νόμο για τη φροντίδα, διαχείριση και συντήρηση της περιουσίας και των υποθέσεων του ανίκανου προσώπου. O διορισμός διαχειριστή ανίκανου προσώπου τερματίζεται και ο διαχειριστής απαλλάσσεται των καθηκόντων του μόνο κατόπιν έκδοσης Διατάγματος Δικαστηρίου με το οποίο κρίνεται ότι το ανίκανο πρόσωπο επανάκτησε την ικανότητα του να διαχειρίζεται την περιουσία του ή όταν αποβιώσει το ανίκανο πρόσωπο ή σε περίπτωση κακοδιαχείρισης, όταν ο διαχειριστής έχει ενεργήσει με δόλο ή αμέλεια.

    Όπως έχει επισημανθεί μέσα από τη σχετική νομολογία (Θεμιστοκλέους ν. Λεωνίδου (2005) 1Α ΑΑΔ 417), ο πιο πάνω Νόμος αποβλέπει στην προστασία της περιουσίας του ανίκανου και κατ΄ επέκταση στην ευημερία του. Ως εκ τούτου, τα οποιαδήποτε διατάγματα εκδίδονται σε σχέση με την περιουσία και τις υποθέσεις του ανίκανου προσώπου καθώς επίσης και οι οποιεσδήποτε ενέργειες του διαχειριστή θα πρέπει να ασκούνται έχοντας πάντοτε ως γνώμονα το συμφέρον του ανίκανου προσώπου. Για τον σκοπό αυτό, ο Νόμος έθεσε ασφαλιστικές δικλίδες και διαδικασία ελέγχου των ενεργειών ενός διαχειριστή ανίκανου προσώπου. Κατ’ αρχάς, το πρόσωπο το οποίο διορίζεται ως διαχειριστής παρέχει εγγύηση, του είδους και ύψους που θα ορίσει το Δικαστήριο, για την πιστή και ορθή εκτέλεση των καθηκόντων που αναλαμβάνει. Περαιτέρω, ο διαχειριστής υποχρεούται όπως εντός 30 ημερών από το διορισμό του υποβάλει στο Δικαστήριο λεπτομερή απογραφή της περιουσίας του ανίκανου προσώπου ενώ εντός 12 μηνών από τον διορισμό του, και ακολούθως κάθε 12 μήνες ή εντός οποιουδήποτε άλλου χρονικού διαστήματος καθοριστεί, οφείλει να καταχωρεί λογαριασμούς, οι οποίοι εξετάζονται από τον Πρωτοκολλητή του αρμόδιου Δικαστηρίου, στους οποίους αναγράφει λεπτομερώς τις ενέργειες τις οποίες έλαβε, εν σχέση με την περιουσία και τις υποθέσεις του ανίκανου προσώπου, στα πλαίσια της διαχείρισης.

    Η ευθύνη ενός διαχειριστή ανίκανου προσώπου αντανακλάται μέσα από τις νομοθετικές πρόνοιες, οι οποίες καθιστούν αδίκημα την παράλειψη του τελευταίου να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του Νόμου, τιμωρούμενο με χρηματική ποινή. Περαιτέρω, όπως έχει διαμορφωθεί μέσα από την νομολογία, δόλιες ενέργειες και πράξεις ασυμβίβαστες με το συμφέρον του ανίκανου προσώπου, όπως για παράδειγμα η παράνομη οικειοποίηση περιουσίας του από πλευράς του διαχειριστή, συνιστούν, δίχως άλλο, κακοδιαχείριση από πλευράς του τελευταίου και επιβάλλουν άμεσα την παύση του.

    Κάθε πρόσωπο το οποίο αποβιώνει συνεπεία αδικοπραξίας νομιμοποιείται να αξιώσει αποζημιώσεις από το θύτη. Η επιδίκαση αποζημιώσεων προϋποθέτει φυσικά την ύπαρξη ευθύνης η οποία προέρχεται μέσα από μια ή περισσότερες αιτίες αναγνωρισμένες από το νόμο. Αναμφίβολα η συνηθέστερη αδικοπραξία είναι αυτής της αμέλειας η οποία ορίζεται, μεταξύ άλλων, ως η τέλεση πράξης την οποία υπό τις περιστάσεις δεν θα τελούσε λογικό συνετό πρόσωπο ή η παράλειψη τέλεσης πράξης την οποία υπό τις περιστάσεις τέτοιο πρόσωπο θα τελούσε (Άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148).

    Το παρόν ασχολείται συγκεκριμένα με θανατηφόρα ατυχήματα, είτε αυτά είναι εργατικά είτε τροχαία και αναλύει συνοπτικά τις γενικές αρχές της κυπριακής νομολογίας που διέπουν τα συγκεκριμένα ζητήματα ως επίσης και τις κυριότερες πρόνοιες της σχετικής επί του θέματος Νομοθεσίας.

    Μείζων ζήτημα για ένα Δικαστήριο κατά την επιδίκαση αποζημιώσεων είναι κατ’ αρχάς να αποφανθεί κατά πόσο το συγκεκριμένο θανατηφόρο ατύχημα προκλήθηκε συνεπεία αμέλειας και κατά δεύτερο οφείλει να καταμερίσει ή να αποδώσει ευθύνη σε θύτη και/ή θύμα ανάλογα, κατόπιν εξέτασης μαρτυρίας ενώπιον του. 

    Δικαίωμα Έγερσης Αγωγής

    Αξίωση για έγερση Αγωγής ενώπιον Δικαστηρίου αποκτούν, σύμφωνα με το Άρθρο 58 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου (Κεφ. 148), μεταξύ άλλων, τα κάτωθι πρόσωπα:

    • Διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα (θύματος)
    • Σύζυγος του αποβιώσαντα (θύματος)
    • Γονέας/Γονείς του αποβιώσαντα (θύματος)
    • Αδέλφια του αποβιώσαντα (θύματος)
    • Εξαρτώμενοι του αποβιώσαντα (θύματος)

    Αποζημιώσεις

    1. Αποζημιώσεις για οδύνη λόγω απώλειας οικείου

    Η συγκεκριμένη αποζημίωση έχει αναγνωριστεί Νομοθετικά και σύμφωνα με το Άρθρο 58 του Κεφ. 148 το ύψος της αποζημίωσης αυτής ανέρχεται σε συνολικά €17,086 και το οποίο επιδικάζεται προς όφελος συγκεκριμένου κύκλου προσώπων τον οποίο και πάλι καθορίζει το συγκεκριμένο άρθρο (προς όφελος συζύγου ή συζύγου και τέκνων, ή σε περίπτωση που δεν υπάρχουν αυτοί τότε προς όφελος γονέων κ.α.). Σε περίπτωση ύπαρξης περισσότερων του ενός δικαιούχου η αποζημίωση λόγω απώλειας οικείου καταμερίζεται εξίσου μεταξύ των δικαιούχων.

    2. Αποζημιώσεις προς όφελος της περιουσίας

    Στα πλαίσια της κατηγορίας αυτής, περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα έξοδα κηδείας, διαχείρισης, έκδοσης ιατρικών πιστοποιητικών και αστυνομικής έκθεσης, καθώς επίσης και το ποσό των αποζημιώσεων για τον πόνο και την ταλαιπωρία από την ημερομηνία της έγερσης του δικαιώματος μέχρι την ημερομηνία θανάτου (Υπόθεση Ειρήνη Ιορδάνους, σύζυγος Ευριπίδη Γρηγορίου κ.α ν. Γιάγκου Κυριάκου κ.α, (1996) 1 Β Α.Α.Δ 1364). 

    3. Αποζημιώσεις προς όφελος εξαρτωμένων

    Οι συγκεκριμένες αποζημιώσεις δύνανται να επιδικαστούν ένεκα της εξάρτησης προσώπων (οι οποίοι καταγράφονται στο Άρθρο 58 του Κεφ. 148) από τον αποβιώσαντα (θύμα) στη βάση των πιο κάτω αρχών που έχουν καθοριστεί νομολογιακά:

    • Για κάθε κονδύλι ξεχωριστά (The item by item approach) ή
    • Για το κερδαινόμενο εισόδημα μείον τα προσωπικά έξοδα του αποθανόντος (The earning minus living expenses approach) ή
    • Με την Κλασσική Ποσοστιαία Προσέγγιση (The conventional percentage approach or the Rule of thumb approach).

    H πρώτη περίπτωση εφαρμόζεται σε υποθέσεις όπου προσφέρεται ακριβής μαρτυρία για κάθε ένα κονδύλι της εξάρτησης ξεχωριστά (όπως π.χ. η πληρωμή του ενοικίου, επιδιορθώσεις του οικογενειακού σπιτιού, έξοδα φοίτησης των τέκνων, έξοδα συντήρησης αυτοκινήτου, ασφάλεια, εξοδα διακοπών, και άλλα), το άθροισμα των οποίων καθορίζει το συνολικό ποσό.

    Η δεύτερη προσέγγιση εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ακριβής μαρτυρία της εξάρτησης και η εικόνα δεν μπορεί να συμπληρωθεί με το συνολικό άθροισμα συγκεκριμένων κονδυλίων. Αφού το δικαστήριο καταλήξει στον καθορισμό του καθαρού εισοδήματος του αποθανόντος αφαιρεί από αυτό τα προσωπικά εξοδα του αποβιώσαντα και παραμένει το εκ πρώτης όψεως ποσό της εξάρτησης, στο οποίο μπορεί να προστεθούν άλλα ωφελήματα τα οποία εδικαιούτο ο αποθανών.

    Η Τρίτη και συνηθέστερη Προσέγγιση εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου ο καθορισμός του ποσού της εξάρτησης ή του ποσού των προσωπικών εξόδων του αποβιώσαντος είναι ελλιπής ή είναι αδύνατο να καθοριστεί. Σε μια τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο υιοθετεί συγκεκριμένη μεθοδολογία στη βάση εκατοστιαίου ποσοστού καθώς επίσης και του καθορισμού του συντελεστή, ήτοι του αριθμού των ετών εξάρτησης.

    *   Για παράδειγμα εφόσον το εξαρτώμενο πρόσωπο είναι μόνο ο/η σύζυγος τότε η εξάρτηση καθορίζεται στο 66,6% ενώ εάν είναι ο/η σύζυγος και τα τέκνα τότε η εξάρτηση καθορίζεται στο 75%. Ως εκ τούτου και εφόσον καθοριστεί η εξάρτηση, τότε το Δικαστήριο προβαίνει σε καθορισμό του αριθμού των ετών εξάρτησης των εξαρτώμενων από τον αποβιώσαντα. Τέλος προβαίνει σε μαθηματικό υπολογισμό ο οποίος αφορά ουσιαστικά το ετήσιο εισόδημα του αποβιώσαντα, μειωμένο στη βάση του ποσοστού εξάρτησης έκαστου εξαρτώμενου, και πολλαπλασιαστέου των αριθμών των ετών εξάρτησης.

    *   Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο καθορισμός των ετών εξάρτησης έκαστου εξαρτώμενου βασίζεται σε αριθμό παραγόντων όπως π.χ. η ηλικία του εξαρτώμενου τέκνου κάτι που σημαίνει ότι όσο πιο νεαρή είναι η ηλικία αυτού τόσο περισσότερα είναι και τα έτη εξάρτησης, κατά πόσο το εξαρτώμενο τέκνο θα μεταβεί για σπουδές ή όχι, εάν η σύζυγος κατά τον ουσιώδη χρόνο κέρδιζε ουσιαστικό (substantial) εισόδημα που σε αυτή την περίπτωση πιθανόν να μην επιδικαστεί οποιαδήποτε αποζημίωση εξάρτησης στη σύζυγο κτλ. 

    4. Μη Χρηματικές Αποζημιώσεις  

    Τέτοιου είδους αποζημιώσεις δύνανται να επιδικαστούν σε περίπτωση παραβίασης της θετικής υποχρέωσης του κράτους για προστασία του ανθρώπινου δικαιώματος της ζωής. Παραδείγματα υποθέσεων που αποδόθηκαν οι συγκεκριμένες αποζημιώσεις αποτελούν οι αγωγές που εγέρθηκαν συνεπεία της έκρηξης στη Ναυτική Βάση «Ευάγγελος Φλωράκης»  στις 11/07/2011. Στις Αγωγές με αριθμούς 542/2012 και 1600/2012 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας επιδικάστηκαν από τους Προέδρους κ. Παπαμιχαήλ και κ. Μαλαχτό το ποσό των €50,000 προς έκαστο εξαρτώμενο.

    Όπως εξάλλου ανάφερε ο έντιμος Πρόεδρος κ. Παπαμιχαήλ:

    «Οι μη χρηματικές αποζημιώσεις στις οποίες δικαιούνται οι συγγενείς του θύματος παραβίασης της θετικής υποχρέωσης από το κράτος του ανθρώπινου δικαιώματος της ζωής αποκαλούνται έτσι γιατί δεν μπορεί να αποτιμηθεί με την αξία του χρήματος η αγωνία, ο πόνος και η οδύνη που βιώνουν από τον θάνατο αγαπημένου τους προσώπου οι οικείοι του, ούτε και μπορούν να θεωρηθούν αποζημιώσεις με την έννοια της αποκατάστασης της ζημιάς του θύματος της αδικοπραξίας. Ο θάνατος δεν αποκαθίσταται. Το θύμα δεν επαναφέρεται στη ζωή με την επιδίκαση αποζημιώσεων. Οι μη χρηματικές αποζημιώσεις σκοπό έχουν να αποκαταστήσουν σε κάποιο βαθμό την ηθική βλάβη που έχει προκληθεί στους συγγενείς του θύματος οι οποίοι υπέφεραν και θα εξακολουθούν να υποφέρουν για το υπόλοιπο της ζωής τους και να βιώνουν (τον πόνο και την οδύνη) από το θάνατο του αγαπημένου τους προσώπου».

    Πίνακας Θανατηφόρων Τροχαίων Ατυχημάτων

    Πιο κάτω παρατίθεται πίνακας με τα θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα ανά έτος (2016 – 2019) αναλόγως της θέσης που βρισκόταν ο αποβιώσαντας κατά το χρόνο του θανατηφόρου τροχαίου ατυχήματος.

    Πίνακας θανατηφόρων Εργατικών Ατυχημάτων

    Με βάση τη στατιστική ανάλυση των γνωστοποιηθέντων εργατικών ατυχημάτων για το έτος 2019 της Έκθεσης του Υπουργείου Εργασίας, τα θανατηφόρα εργατικά ευτυχήματα δείχνουν δυστυχώς αυξητική τάση. Σχετικός είναι και ο πιο κάτω πίνακας.

    Conflicts and disputes, unfortunately, are unavoidable in every business operation. As it comes to shareholders, issues that relate to, inter alia, the management of the company by the directors, the distribution of profits, the exercise of control, or the service of personal interests that may contradict the company’s affairs usually lead to an escalation of disputes and can interfere with the rights of other shareholders or even place at risk the operation and the best interest of the company itself.

    Shareholders, as the owners of a company, have an array of legal rights and obligations in relation to the company, which flow principally from both contract law and statute, under the Companies Law (Cap. 113). The regulation of such rights and obligations, in advance, is the key to eliminating or at least limiting the possibility of any disputes arising between the shareholders. However, in the unlikely event that any conflicts and disputes arise, Cyprus Law provides mechanisms that are available to be enforced before the Cyprus Court to preserve the rights of the respective parties, as described below.

    Be proactive – Shareholders Agreements

    Before investing or by any other means acquiring any stake in a company it is advisable that the respective rights and obligations of the shareholders should be regulated via a Shareholders Agreement. A Shareholders Agreement, like any other private contract, binds all the parties to its terms of it while the usual remedies for breach of contract will be available if any party breaches its terms. Such Agreements are entered into between the shareholders themselves (the company is not a party to the agreement) and aim to specify, inter alia, how they will behave within their company, what business the company will do, regulate the decision-making power of the shareholders to various aspects of the company as well as, determine issues regarding the transfer or sale of any shares held in the company. 

    Although many of the aspects that can be determined under a Shareholders Agreement are also included in the company’s Articles of Association, entering into such an agreement can be advantageous for the following reasons: 

    1. Enforceability: Parties may agree to include in a Shareholders Agreement personal rights, i.e. the right of a specific individual to be appointed as a director of the company, which are not included in the Company’s Articles of Association and are not provided under the Law. Therefore, that right becomes contractually enforceable and, in case of any breach, gives the right to the shareholder to seek remedy, which would not otherwise be available.  
    • Minority protection: Any parties entering into a contract must all agree to amend it. Therefore, each contracting party has an equal say whilst under the Law, shareholders’ power is determined by the proportion of their respective voting rights in the company. 
    • Confidentiality: As a private agreement, a Shareholders Agreement is a private contract and does not need to be made publicly available, whilst the Articles of Association of a Company must be filed at the Registrar of Companies. 

    Minority shareholders and their rights

    The degree of involvement by shareholders in their company ultimately will vary considerably, depending on the size and the rights attached to their shareholding. Minority shareholders have little direct power within the company as they cannot be certain about the passing of a specific resolution at a general meeting without the backing of other shareholders. Such dependency, many times, leads to the oppression of their rights and their exclusion from the decision-making and management of the company. However, minority shareholders are by no means powerless. 

    Common Law Derivative Action 

    A well-entrenched common law principle, as it was determined in the landmark case of Foss v. Harbottle, is that the company, as a separate legal entity, is the correct plaintiff to bring any action for any wrongdoing in its affairs. However, common law has established exceptions to this rule to enable minority shareholders to pursue a claim which would not otherwise have been possible to be launched, due to the wrongdoers’ dominant position and exercise of control over the company, which include the majority shareholders or directors of the company. 

    Following the common law, Cyprus Courts have adopted and developed the common-law protection and minority shareholders can proceed with such a claim (a Derivative Action), inter alia, provided that the following requirements are met: 

    1. Fraud on the minority – based on the relevant case law, fraud on the minority has been interpreted to include the following circumstances: 
    • Where the company acts illegally or outside the framework of the Articles of Association (ultra vires); 
      • Where the rights of a shareholder or a group of shareholders are violated, such as exclusion from the management of the business, exclusion from the payment of any dividends, etc;
      • Where the majority are endeavoring directly or indirectly to appropriate money, property, or advantages that belong to the company. 
    • Control by the wrongdoers – such ground covers the cases where the wrongdoer is the director of the company or the majority shareholders. 

    Statutory remedy of unlawful prejudice shareholders

    Section 202 of Cap. 113 provides the right to any member of a company, which is a registered shareholder for at least 6 months, to file a winding up petition before Cyprus Courts, on just and equitable grounds, including, inter alia, cases where the company’s management is conducted oppressively and fraudulently, where there is abuse or deadlock to the management of the company’s affairs as well as lack of confidence to the company’s procedures and operations. However, in the context of a Winding-up Petition, Court can award alternative remedies if it is of the opinion that the affairs of the company have been conducted in a manner oppressive to the petitioner but to wind up the company would unfairly prejudice the latter, although, based on the facts of the case, it would have been just and equitable to wind up the company.

    The alternative remedies that can be awarded under Section 202 of Cap. 113 include the followings:

    1. An order regulating the conduct of the company’s affairs in the future.
    2. An order for the purchase of the shares of any member of the company by other members of the company.
    3. An order for the purchase of the shares of any member of the company by the company and a reduction accordingly to the company’s capital.