Διαχείριση Περιουσίας Ανίκανου Προσώπου – Η εξουσία του Δικαστηρίου και οι ευθύνες του Διαχειριστή

Πρόσωπο το οποίο στερείται κρίσης και βούλησης για να διαχειριστεί την περιουσία ή να διευθύνει τις υποθέσεις του, λόγω διανοητικής διαταραχής, τοξικομανίας, αλκοολισμού, εγκεφαλικής ή άλλης σωματικής πάθησης ή ασθένειας, δύναται να κηρυχθεί ως ανίκανο πρόσωπο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανίκανων Προσώπων Νόμο του 1996 (Ν. 23(Ι)/1996) (στο εξής «ο Νόμος»). Αίτηση για να κηρυχθεί οποιοδήποτε πρόσωπο ως ανίκανο υποβάλλεται στο Δικαστήριο εντός της δικαιοδοσίας του οποίου διαμένει, από οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ως ορίζεται μέσα από τον Νόμο και περιλαμβάνει το/τη σύζυγο, πατέρα, μητέρα και κατιόντες του ανίκανου προσώπου, το Διευθυντή των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας και/ή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας καθώς επίσης και οποιοδήποτε πρόσωπο ικανοποιεί το Δικαστήριο για το συμφέρον του στην περιουσία του ανίκανου προσώπου.

Εφόσον το Δικαστήριο ικανοποιηθεί, κατόπιν ιατρικής μαρτυρίας ή άλλης απόδειξης, ότι το πρόσωπο για το οποίο προωθείται η συγκεκριμένη Αίτηση είναι ανίκανο, κατά την έννοια του Νόμου, εκδίδεται διάταγμα δυνάμει του οποίου απαγορεύεται σ’ αυτό να διενεργεί οποιεσδήποτε πράξεις που επιφέρουν έννομα αποτελέσματα. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κατέχει γενικές και ειδικές εξουσίες να εκδίδει οποιαδήποτε διατάγματα αναφορικά με την εν γένει διαχείριση της περιουσίας και των υποθέσεων του ανίκανου προσώπου ή για τη συντήρηση του ιδίου ή μελών της οικογένειας του ή για την μέριμνα οποιωνδήποτε προσώπων και/ή σκοπών για τους οποίους θα αναμενόταν να ενεργήσει το ανίκανο πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, διαταγμάτων που αφορούν τον έλεγχο, πώληση, απόκτηση και διαχείριση οποιασδήποτε κινητής ή ακίνητης περιουσίας, εκτέλεση οποιονδήποτε πληρωμών, εκτέλεση οποιονδήποτε συμβάσεων και/ή λήψη οποιονδήποτε δικαστικών μέτρων, εκ μέρους και δια λογαριασμό του ανίκανου προσώπου.

Πέραν των πιο πάνω, το Δικαστήριο κατέχει εξουσία, κατά την έκδοση διατάγματος με το οποίο κηρύσσεται άτομο ως ανίκανο, να προβαίνει στο διορισμό διαχειριστή της περιουσίας του, στον οποίο δίδονται οι εξουσίες που αναφέρονται συγκεκριμένα στο Νόμο για τη φροντίδα, διαχείριση και συντήρηση της περιουσίας και των υποθέσεων του ανίκανου προσώπου. O διορισμός διαχειριστή ανίκανου προσώπου τερματίζεται και ο διαχειριστής απαλλάσσεται των καθηκόντων του μόνο κατόπιν έκδοσης Διατάγματος Δικαστηρίου με το οποίο κρίνεται ότι το ανίκανο πρόσωπο επανάκτησε την ικανότητα του να διαχειρίζεται την περιουσία του ή όταν αποβιώσει το ανίκανο πρόσωπο ή σε περίπτωση κακοδιαχείρισης, όταν ο διαχειριστής έχει ενεργήσει με δόλο ή αμέλεια.

Όπως έχει επισημανθεί μέσα από τη σχετική νομολογία (Θεμιστοκλέους ν. Λεωνίδου (2005) 1Α ΑΑΔ 417), ο πιο πάνω Νόμος αποβλέπει στην προστασία της περιουσίας του ανίκανου και κατ΄ επέκταση στην ευημερία του. Ως εκ τούτου, τα οποιαδήποτε διατάγματα εκδίδονται σε σχέση με την περιουσία και τις υποθέσεις του ανίκανου προσώπου καθώς επίσης και οι οποιεσδήποτε ενέργειες του διαχειριστή θα πρέπει να ασκούνται έχοντας πάντοτε ως γνώμονα το συμφέρον του ανίκανου προσώπου. Για τον σκοπό αυτό, ο Νόμος έθεσε ασφαλιστικές δικλίδες και διαδικασία ελέγχου των ενεργειών ενός διαχειριστή ανίκανου προσώπου. Κατ’ αρχάς, το πρόσωπο το οποίο διορίζεται ως διαχειριστής παρέχει εγγύηση, του είδους και ύψους που θα ορίσει το Δικαστήριο, για την πιστή και ορθή εκτέλεση των καθηκόντων που αναλαμβάνει. Περαιτέρω, ο διαχειριστής υποχρεούται όπως εντός 30 ημερών από το διορισμό του υποβάλει στο Δικαστήριο λεπτομερή απογραφή της περιουσίας του ανίκανου προσώπου ενώ εντός 12 μηνών από τον διορισμό του, και ακολούθως κάθε 12 μήνες ή εντός οποιουδήποτε άλλου χρονικού διαστήματος καθοριστεί, οφείλει να καταχωρεί λογαριασμούς, οι οποίοι εξετάζονται από τον Πρωτοκολλητή του αρμόδιου Δικαστηρίου, στους οποίους αναγράφει λεπτομερώς τις ενέργειες τις οποίες έλαβε, εν σχέση με την περιουσία και τις υποθέσεις του ανίκανου προσώπου, στα πλαίσια της διαχείρισης.

Η ευθύνη ενός διαχειριστή ανίκανου προσώπου αντανακλάται μέσα από τις νομοθετικές πρόνοιες, οι οποίες καθιστούν αδίκημα την παράλειψη του τελευταίου να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του Νόμου, τιμωρούμενο με χρηματική ποινή. Περαιτέρω, όπως έχει διαμορφωθεί μέσα από την νομολογία, δόλιες ενέργειες και πράξεις ασυμβίβαστες με το συμφέρον του ανίκανου προσώπου, όπως για παράδειγμα η παράνομη οικειοποίηση περιουσίας του από πλευράς του διαχειριστή, συνιστούν, δίχως άλλο, κακοδιαχείριση από πλευράς του τελευταίου και επιβάλλουν άμεσα την παύση του.