Ο Νόμος για την Προστασία των Δικαιωμάτων των Εργοδοτουμένων σε Περίπτωση Αφερεγγυότητας του Εργοδότη, Ν. 25(I)/2001 (εφεξής ο «Νόμος»), θεσπίστηκε με στόχο να διασφαλίσει την πληρωμή των ημερομισθίων και των ετήσιων αδειών των εργοδοτουμένων, οι οποίες οφείλονται από τον εργοδότη, σε περίπτωση που ο τελευταίος καταστεί αφερέγγυος.

Αφερέγγυος, θεωρείται ο εργοδότης για τον οποίο έχει υποβληθεί αίτηση στο αρμόδιο Δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του, εάν είναι φυσικό πρόσωπο, ή για την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, εάν είναι νομικό πρόσωπο.

Σε περίπτωση που ένας εργοδότης κατέστη αφερέγγυος, ο προσωρινός εκκαθαριστής ή παραλήπτης της περιουσίας του οφείλει να ειδοποιήσει γραπτώς τους εργοδοτουμένους οι οποίοι επηρεάζονται από αυτή τη κατάσταση, μέσα σε ένα μήνα (το αργότερο) από τη γνωστοποίηση σε αυτόν, του διορισμού του, ενώ η πληρωμή των εν λόγω εργοδοτουμένων θα γίνει από ένα ειδικό ταμείο, το οποίο έχει ιδρυθεί δυνάμει του Νόμου ( εφεξής το «Ταμείο»).

Το ειδικό αυτό Ταμείο, οφείλει να καταβάλλει στους εργοδοτουμένους:

  1. Τα οφειλόμενα ημερομίσθια των δεκατριών τελευταίων εβδομάδων της απασχόλησής τους, τα οποία περιλαμβάνονται στην περίοδο των τελευταίων εβδομήντα οκτώ εβδομάδων πριν από την ημερομηνία της αφερεγγυότητας του εργοδότη τους. Ως ημερομίσθιο νοείται κάθε χρηματική αντιμισθία από την απασχόληση εργοδοτουμένου ή κάθε κέρδος από τέτοια απασχόληση, δεκτικό χρηματικής αποτίμησης, εξαιρουμένων όμως έκτακτων προμηθειών και χαριστικών πληρωμών.
  1. την αναλογία των οφειλόμενών τους αδειών, για τις δεκατρείς τελευταίες εβδομάδες της απασχόλησής τους, που περιλαμβάνονται στην περίοδο των τελευταίων εβδομήντα οκτώ εβδομάδων πριν από την ημερομηνία αφερεγγυότητας του εργοδότη τους (σε περίπτωση που ο εν λόγω εργοδότης κατέχει πιστοποιητικό εξαίρεσης από την καταβολή εισφορών στο Κεντρικό Ταμείο Αδειών).
  1. την αναλογία του δέκατου τρίτου και του δέκατου τέταρτου μισθού (53ης έως 56ης εβδομάδας) που οφείλεται σε κάθε εργοδοτούμενο, για τις δεκατρείς τελευταίες εβδομάδες της απασχόλησής του, που περιλαμβάνονται στην περίοδο των τελευταίων εβδομήντα οκτώ εβδομάδων πριν από την ημερομηνία αφερεγγυότητας του εργοδότη του.

Πληρωμή από το Ταμείο δικαιούται κάθε εργοδοτούμενος του οποίου:

  1. η απασχόληση τερματίζεται επειδή ο εργοδότης του κατέστη αφερέγγυος.
  2. η απασχόληση τερματίζεται μετά από την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης του εργοδότη, δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου ή δυνάμει των διατάξεων του περί Πτωχεύσεως Νόμου, εφόσον ο εργοδότης καθίσταται τελικά αφερέγγυος.
  3. η απασχόληση τερματίζεται μετά από τον διορισμό παραλήπτη ή διαχειριστή, εφόσον ο παραλήπτης ή ο διαχειριστής πιστοποιεί ότι ο εργοδότης έπαυσε να διεξάγει οποιαδήποτε εργασία και δεν υπάρχει ικανοποιητική περιουσία για την καταβολή των ημερομισθίων του.

Εν αντιθέσει, δεν δικαιούται σε πληρωμή από το Ταμείο εργοδοτούμενος ο οποίος:

  1. είναι μέτοχος και μέλος διοικητικού συμβουλίου σε εταιρεία η οποία τέθηκε υπό εκούσια εκκαθάριση.
  2. απασχολείται από τα Ιδρύματα των Ναυτικών, Στρατιωτικών και Αεροπορικών Δυνάμεων της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου.
  3. δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στην Κύπρο, αν ο εργοδότης του εργοδοτουμένου αυτού:

(α) δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στην Κύπρο ούτε διεξάγει τις εργασίες του σ’ αυτή, ή

(β) είναι εταιρεία που ανήκει αποκλειστικά σε μη μόνιμους κάτοικους Κύπρου, της οποίας η διοίκηση και ο έλεγχος διεξάγεται στην Κύπρο, αλλά οι υπόλοιπες δραστηριότητές της διεξάγονται εκτός Κύπρου.

iv.           δεν έχει τη μόνιμη διαμονή του στην Κύπρο και υπηρετεί ως πλοίαρχος ή μέλος του πληρώματος Κυπριακού πλοίου ή ως κυβερνήτης ή μέλος πληρώματος αεροσκάφους του οποίου ο ιδιοκτήτης ή ο διαχειριστής έχει ως κύριο τόπο διεξαγωγής των εργασιών του την Κύπρο.

v.            κατέχει μόνος ή από κοινού με συγγενείς του, μέχρι πρώτου βαθμού, ένα ουσιώδες μέρος της επιχείρησης ή της εγκατάστασης του εργοδότη και ασκεί σημαντική επιρροή στις δραστηριότητες του.

Κάθε πρόσωπο το οποίο, σε γνώση του ή από αμέλεια, υποβάλλει οποιαδήποτε απαίτηση για πληρωμή από το ταμείο και η απαίτηση του αυτή είναι ψευδής ως προς οποιοδήποτε στοιχείο της, ή σε γνώση του ή από αμέλεια, κάνει προφορικά ή γραπτώς οποιαδήποτε ψευδή βεβαίωση σε σχέση με τέτοια απαίτηση, ή παρουσιάζει για εξέταση σε σχέση με οποιαδήποτε τέτοια απαίτηση, οποιοδήποτε έγγραφο το οποίο γνωρίζει ότι εσκεμμένα έχει παραποιηθεί, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε χρηματική ποινή ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή και στις δύο ποινές αυτές. Παράλληλα, κάθε πρόσωπο το οποίο σε γνώση του ή από αμέλεια υποβοηθά οποιοδήποτε πρόσωπο να διαπράξει ή να αποπειραθεί να διαπράξει οποιοδήποτε από τα πιο πάνω αδικήματα, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται και εκείνο στις ίδιες ποινές.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που προκύψουν διαφορές κατά την εφαρμογή του Νόμου, αρμόδιο για την εκδίκαση των εν λόγω διαφορών είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

The matter of the minimum period of paid annual leave that an employee is entitled, is regulated by the Law on Paid Annual Leave, L. 8/1967 (the “Law”).

Pursuant to the provisions of the Law, in the event where an employee has worked for no less than forty-eight weeks within the year whereby the leave is requested, then the minimum period of paid leave that he/she is entitled to take, is:

  • twenty working days for employees who work five days per week; and
  • twenty-four working days, for employees who work six days per week.

Recently, the House of Representatives has passed an amending law to the Paid Annual Leave Law, which effectively allows employees to take paid annual leave from the first day of their employment (and not upon the completion of thirteen weeks of continuous employment with the same employer, which has been the case under the previous regime) (the “Amending Law”).

It is understood that any periods during which an employee is temporarily absent from work due to an accident or illness or while he/she is on maternity, paternity, parental or care leave, or leave due to force majeure, shall be counted as regular working periods for the purposes of the Law.

It is noted that the following, shall not be counted as annual leave days:

  • public holidays established by law, custom or contract;
  • the period of maternity or paternity leave;
  • days on which an employee is incapable to work due to an accident or illness;
  • days on which there is a lock out;
  • the period during which a notice of termination of employment has been served;
  • the period of parental leave, care leave and leave due to force majeure.

Social Insurance Inspectors have the right to conduct inspections for the purpose of verifying whether the employers comply with their obligations emanating by Law.  During the inspections, the Inspectors may, inter alia, examine the employer’s books/records regarding the employees, their remuneration and the employer’s contributions towards such employees, while he/she may make such enquires and request such clarifications from the employers, as he/she may deem necessary under the circumstances. It is underlined that any employer who obstructs an Inspector from performing his/her duties, without justification, or refuses to answer to the questions raised by the Inspector during the inspection, is guilty of an offense, and in case of conviction, the employer will be subject to a monetary fine.

It is further noted that any employer who fails to grant to an employee a leave that is due to him/her as per the provisions of the Law, is guilty of an offense, and in case of conviction, is subject to a fine not exceeding EUR 3,400 or one year of imprisonment or both.

Ο περί Προστασίας των Μισθών (Τροποποιητικός) Νόμος του 2022 (Ν. 221(I)/2022), δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 16 Δεκεμβρίου 2022 και επέφερε σημαντικές αλλαγές στον ισχύοντα περί Προστασίας των Μισθών Νόμο (Ν. 35(I)/2007).

Οι κυριότερες αλλαγές που τέθηκαν σε ισχύ βάσει του Τροποιητικού Νόμου(Ν. 221(I)/2022) αφορούν τον τρόπο πληρωμής των μισθών, την υποχρέωση έκδοση κατάστασης μισθοδοσίας, τις επιτρεπόμενες αποκοπές μισθού, την υποχρέωση τήρησης στοιχείων/αρχείων καθώς και τα προβλεπόμενα αδικήματα και ποινές.

Ειδικότερα, αναφορικά με τον τρόπο καταβολής των μισθών, κάθε εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει τον μισθό του εργοδοτουμένου του σε τραπεζικό λογαριασμό ή σε λογαριασμό πληρωμών της επιλογής του εργοδοτουμένου (περιλαμβανομένης της πληρωμής με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ή της πληρωμής μέσω παρόχων υπηρεσιών πληρωμών) ή με τραπεζική επιταγή, η οποία εκδίδεται στο όνομα του εκάστοτε εργοδοτουμένου.

Σε περίπτωση κατά την οποία η διαδικασία ανοίγματος του λογαριασμού ή του λογαριασμού πληρωμών ενός εργοδοτουμένου εκκρεμεί, ο Εργοδότης δύναται να καταβάλλει τον μισθό του εργοδοτουμένου αυτού σε μετρητά για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους 4 μήνες από την ημερομηνία πρόσληψης του εν λόγω εργοδοτουμένου. Νοείται ότι εφόσον το αίτημα για άνοιγμα λογαριασμού ενός εργοδοτουμένου απορρίπτεται  (για οποιονδήποτε λόγο), ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να συνεχίσει να πληρώνει τον μισθό τέτοιου εργοδοτουμένου σε μετρητά, αφού προσκομίσει προηγουμένως στον Διευθυντή του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, σχετική βεβαίωση από το πιστωτικό αυτό ίδρυμα το οποίο απέρριψε την αίτηση του εργοδοτουμένου για άνοιγμα λογαριασμού.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι ο μισθός δύναται να καταβάλλεται σε μετρητά, εάν ο εργοδότης καταβάλλει το μισθό σε εβδομαδιαία βάση και αν έχει συνάψει συλλογική σύμβαση ή άλλη γραπτή συμφωνία με τον εν λόγω εργοδοτούμενο, βάσει της οποίας, προβλέπεται η δυνατότητα καταβολής του μισθού σε εβδομαδιαία βάση. Σε τέτοια περίπτωση, η συμφωνία αυτή θα πρέπει να φέρει τις υπογραφές τόσο του εργοδότη όσο και του εργοδοτούμενου καθώς και να αναγράφει ολογράφως τα ονόματά των εκατέρωθεν μερών.

Σε σχέση με την κατάσταση μισθοδοσίας, σύμφωνα με τον Τροποποιητικό Νόμο (Ν. 221(I)/2022), ο εργοδότης οφείλει να εκδίδει κατάσταση μισθοδοσίας και να δίνει στον εργοδοτούμενο αντίγραφο της σχετικής κατάστασης εντύπως ή ηλεκτρονικά, εντός 5 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία καταβολής του μισθού.

Η κατάσταση μισθοδοσίας θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τα πιο κάτω στοιχεία: (i) τα στοιχεία της ταυτότητας του εργοδότη και του εργοδοτούμενου (π.χ. ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, ταυτότητα, αριθμός κοινωνικών ασφαλίσεων ή αριθμός μητρώου εργοδότη) (ii) την ημερομηνία πληρωμής (iii) την περίοδο που αφορά η πληρωμή (iv) τα στοιχεία πληρωμής (τον βασικό μισθό, την υπερωριακή αμοιβή καθώς και  οποιεσδήποτε άλλες πληρωμές) (v) τις εισφορές του εργοδοτούμενου (π.χ. το ταμείο κοινωνικών ασφαλίσεων, το Γενικό Σύστημα Υγείας, άλλες εισφορές που τυχόν προβλέπονται από νόμο ή κανονισμό ή γραπτή συμφωνία ή συλλογική σύμβαση) (vi) τις εισφορές εργοδότη (π.χ. το ταμείο κοινωνικών ασφαλίσεων, το ταμείο κοινωνικής συνοχής, το ταμείο πλεονάζοντος προσωπικού, το ταμείο ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού, το Γενικό Σύστημα Υγείας καθώς επίσης και άλλες εισφορές που τυχόν προβλέπονται από νόμο ή κανονισμό ή γραπτή συμφωνία ή συλλογική σύμβαση) (vii) οποιαδήποτε άλλα στοιχεία, εφόσον τυγχάνουν εφαρμογής (π.χ. αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή, προμήθεια, 13ος μισθός, 14ος μισθός, οδοιπορικά, εισφορές στο κεντρικό ταμείο αδειών, εισφορές εργοδότη ή/και εργοδοτούμενου στο ταμείο προνοίας).

Υπογραμμίζεται ότι ο εργοδότης οφείλει να τηρεί αρχείο με τις καταστάσεις μισθοδοσίας και οφείλει, εφόσον του ζητηθεί από οποιοδήποτε επιθεωρητή ή άλλο εξουσιοδοτημένο λειτουργό, να αποστείλει τέτοιο αρχείο, εντός 15 ημερολογιακών ημερών.  Τα εν λόγω αρχεία τα οποία οφείλει να τηρεί ο εργοδότης, θα πρέπει να φυλάσσονται και να είναι διαθέσιμα για έλεγχο από τους επιθεωρητές ή άλλους εξουσιοδοτημένους λειτουργούς, για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα 6 έτη.

Αναφορικά με τις επιτρεπόμενες αποκοπές από το μισθό, οι οποίες αφορούν, μεταξύ άλλων αποκοπές σύμφωνα με τους κανονισμούς των ταμείων σύνταξης, των ταμείων προνοίας, για λόγους ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης ή αποκοπές δυνάμει δικαστικής απόφασης, προστίθενται  και οι αποκοπές που προβλέπονται βάσει συλλογικής σύμβασης ή γενικής συμφωνίας μεταξύ εργοδοτικών οργανώσεων και εκπροσώπων των εργαζομένων, για εργαζόμενους για τος οποίους οι συμφωνίες αυτές εφαρμόζονται. Νοείται ότι προκειμένου να γίνουν οποιεσδήποτε άλλες αποκοπές από το μισθό ενός εργοδοτούμενου, πρέπει να εξασφαλιστεί η προηγούμενη γραπτή και ενυπόγραφη συγκατάθεσή του εν λόγω  εργοδοτούμενου προς το σκοπό αυτό. Σημειώνεται ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, ο εργοδότης οφείλει να τηρεί αρχείο με τα έντυπα συγκατάθεσης τέτοιου εργοδοτούμενου.

Τέλος, ο Τροποποιητικός  Νόμος (Ν. 221(I)/2022) προσθέτει ακόμη ένα αδίκημα στα προβλεπόμενα εκ του άρθρου 20 αδικήματα. Σύμφωνα με το  άρθρο 20(1Α) του Ν. 35(I)/2007,σε περίπτωση κατά την οποία διαπράττεται ποινικό αδίκημα, κατά παράβαση του νόμου, από νομικό πρόσωπο ή οργανισμό και αποδεικνύεται είτε ότι έχει διαπραχτεί με τη συγκατάθεση ή συνενοχή φυσικού προσώπου, που κατά το χρόνο διάπραξης του ποινικού αδικήματος κατέχει θέση συμβούλου, προέδρου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλη παρόμοια θέση στο νομικό πρόσωπο ή εμφανίζεται ότι ενεργεί με την ιδιότητα αυτή, τότε το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διέπραξαν το αδίκημα αυτό υπόκεινται, σε περίπτωση καταδίκης τους, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €15000 ή και στις δύο αυτές ποινές.

Η ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή σημαίνει κάθε μέθοδο προς επίτευξη κυοφορίας που επιτυγχάνεται με μεθόδους άλλες, πλην της φυσιολογικής ένωσης άνδρα και γυναίκας, οι οποίες εφαρμόζονται σε ειδικά οργανωμένες μονάδες ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (εφεξής «Ι.Υ.Α.»).

Η ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή επιτρέπεται µόνο για να αντιµετωπίζεται η αδυναµία απόκτησης τέκνων µε φυσικό τρόπο ή για να αποφεύγεται η µετάδοση στο τέκνο σοβαρής ασθένειας.

Σύµφωνα µε τις διατάξεις του περί της Εφαρμογής της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής Νόμου του 2015 (69(I)/2015) (εφεξής «Νόμος»), κάθε ιατρική πράξη που αποβλέπει στην υποβοήθηση της αναπαραγωγής, διενεργείται µε την έγγραφη συγκατάθεση του ζευγαριού που επιθυµεί να αποκτήσει τέκνο, αφού προηγηθεί σχετική ενημέρωση του ζευγαριού ως προς τα πιο κάτω:

(i) τις µεθόδους της Ι.Υ.Α., την ενδεχόµενη επιτυχία και τους πιθανούς κινδύνους από την εφαρµογή των τεχνικών αυτών, το ενδεχόµενο δηµιουργίας πλεονασµάτων εµβρύων και τους πιθανούς τρόπους διαχείρισής τους.

(ii) την πιθανότητα να προκύψουν ηθικά διλήµµατα, πιθανές επακόλουθες ιατρικές και ψυχολογικές επιπτώσεις µετά την εφαρµογή των τεχνικών αυτών, καθώς και τις κοινωνικές, νοµικές και οικονοµικές συνέπειες από την εφαρµογή των µεθόδων της Ι.Υ.Α.

Αναφορικά με τις μεθόδους της Ι.Υ.Α. αυτές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την τεχνητή σπερματέγχυση, την εξωσωματική γονιμοποίηση και τη μεταφορά εμβρύων. Συναφείς τεχνικές με τις πιο πάνω μεθόδους είναι, μεταξύ άλλων, η ενδοσαλπιγγική μεταφορά γαμετών, η ενδοσαλπιγγική μεταφορά ζυγωτών, η ενδοωαριακή εισαγωγή σπερματοζωαρίου, η κρυοσυντήρηση εμβρύων και σπέρματος, η υποβοηθούμενη εκκόλαψη, η προεμφυτευτική γενετική διάγνωση, καθώς και οποιαδήποτε άλλη μέθοδος, την οποία θα εγκρίνει το Συμβούλιο Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Ανθρώπινης Αναπαραγωγής. Υπογραμμίζεται ότι κατά την εφαρµογή των µεθόδων της Ι.Υ.Α. και των συναφών με αυτήν τεχνικών, πρέπει να λαµβάνεται (κυρίως) υπόψη το συµφέρον του παιδιού που θα γεννηθεί.

Σημειώνεται ότι ο αριθµός των εµβρύων που δηµιουργούνται σε κάθε θεραπεία, δεδομένου του ιατρικού ιστορικού και της ηλικίας κάθε γυναίκας, πρέπει να είναι τέτοιος, ώστε να εξασφαλίζεται η καλύτερη δυνατή επιτυχία ανά προσπάθεια (εκτός όπου το ζευγάρι ζητήσει γραπτώς από την Μονάδα Ιατρικώς Υποβοηθούµενης Αναπαραγωγής να μην δηµιουργηθούν πλεονάσµατα εµβρύων, και νοουµένου ότι έχει προηγηθεί η σωστή ενηµέρωση του ζευγαριού ως προς τις µειωµένες πιθανότητες επίτευξης του επιδιωκόµενου αποτελέσµατος).

Οι μέθοδοι της Ι.Υ.Α. εφαρμόζονται σε ενήλικα πρόσωπα μέχρι την ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής του υποβοηθούμενου προσώπου. Ως ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής της υποβοηθούμενης γυναίκας, θεωρείται το πεντηκοστό (50) έτος, ωστόσο το Συμβούλιο Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Ανθρώπινης Αναπαραγωγής, δύναται να παραχωρήσει εξαιρέσεις ως προς το πιο πάνω όριο ηλικίας.. Σε κάθε περίπτωση, πριν από την υποβολή σε μεθόδους Ι.Υ.Α. διενεργείται υποχρεωτικός εργαστηριακός/βιολογικός έλεγχος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 37 του περί Προτύπων Ποιότητας και Ασφάλειας (Δωρεά, Προμήθεια, Έλεγχος, Επεξεργασία, Συντήρηση, Αποθήκευση και Διανομή) Ανθρώπινων Ιστών και Κυττάρων Νόμου.

Σε περίπτωση που κάποιο μονήρες άτομο επιθυμεί να αποκτήσει παιδί με μεθόδους Ι.Υ.Α., τότε πρέπει να υποβάλλει αίτηση (στον καθαρισμένο τύπο) στο Συμβούλιο Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Ανθρώπινης Αναπαραγωγής, η οποία θα συνοδεύεται-

(i) από αξιολόγηση εγγεγραμμένου ψυχιάτρου η οποία περιλαμβάνει την εκτίμησή του για την επιθυμία και την ικανότητα του μονήρους ατόμου να γίνει γονέας και.

(ii) από σχετικό πιστοποιητικό που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, το οποίο βεβαιώνει ότι το μονήρες άτομο δεν περιλαμβάνεται στο προβλεπόμενο αρχείο καταδικασθέντων για αδικήματα που προνούνται στο συγκεκριμένο νόμο.

Σε περίπτωση που η εκτίμηση του ψυχιάτρου είναι θετική για να αποκτήσει παιδί το μονήρες άτομο με μεθόδους Ι.Υ.Α., το Συμβούλιο Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Ανθρώπινης Αναπαραγωγής έχει δέσμια αρμοδιότητα να εγκρίνει την αίτηση για απόκτηση παιδιού με μεθόδους Ι.Υ.Α.

Αξίζει περαιτέρω να σημειωθεί ότι σε περίπτωση προσώπου, το οποίο προβαίνει σε εφαρμογή μεθόδων Ι.Υ.Α κατά παράβαση του ορίου ηλικίας (Άρθρο 21(2) του Νόμου), και/ή χωρίς τη διενέργεια του απαιτούμενου βιολογικού ελέγχου και/ή χωρίς την προηγούμενη έγκριση του Συμβουλίου Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Ανθρώπινης Αναπαραγωγής (Άρθρο 21(3) και (4) του Νόμου), τότε ο παραβάτης διαπράττει ποινικό αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης ή σε χρηματική ποινή ή/και στις δύο αυτές ποινές (Άρθρο 21 (6) και (7) του Νόμου).

Το Υπουργικό Συμβούλιο σε συνεδρία του στις 31 Αυγούστου 2022, εξέδωσε διάταγμα (το «Διάταγμα») βάσει του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του περί Κατώτατου Ορίου Μισθών Νόμου (ΚΕΦ 183) (ο «Νόμος»), για τον επαναπροσδιορισμό του κατώτατου μηνιαίου μισθού στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Σύμφωνα με το εδάφιο (5) του Διατάγματος, ο κατώτατος μηνιαίος μισθός που πρέπει να καταβάλλεται σε οποιοδήποτε εργοδοτούμενο στην Κυπριακή Δημοκρατία από την 1η Ιανουαρίου 2023, ορίζεται στα ΕΥΡΩ 940 για εργοδοτούμενους πλήρους απασχόλησης. Νοείται δε ότι ο κατώτατος μηνιαίος μισθός που δύναται να καταβάλλεται σε εργοδοτούμενους πλήρους απασχόλησης που είτε πριν την 1η Ιανουαρίου 2023, είτε μετά την 1η Ιανουαρίου 2023, δεν έχουν συμπληρώσει έξι (6) μήνες συνεχούς απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη, από την 1η  Ιανουαρίου 2023 ορίζεται στα ΕΥΡΩ 885 (μέχρι τη συμπλήρωση έξι (6)  μηνών συνεχούς απασχόλησης).  

Σημειώνεται ότι το ωράριο πλήρους απασχόλησης των εργαζομένων σε κάθε οικονομική δραστηριότητα δεν επηρεάζεται από το εν λόγω Διάταγμα και θα είναι αυτό που ίσχυε κατά την έκδοση του Διατάγματος, με βάση την εκάστοτε νομοθεσία, σύμβαση, έθιμο ή/και πρακτική.

Σε περιπτώσεις εργαζομένων που τελούν υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης, ο κατώτατος μηνιαίος μισθός από την 1η Ιανουαρίου 2023, θα προσαρμόζεται αναλόγως των ωρών  εργασίας τους σε σχέση με το πλήρες ωράριο που αναφέρεται πιο πάνω.

Όταν στο πλαίσιο της συμφωνημένης σύμβασης εργασίας ο εργοδότης παρέχει στον εργοδοτούμενο διατροφή ή/και διαμονή, τότε ο κατώτατος μηνιαίος μισθός δύναται να μειώνεται, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου, ως ακολούθως: (i) μέχρι 15% όταν παρέχεται διατροφή, ή/και (ii) μέχρι 10% όταν παρέχεται διαμονή.

Αξίζει να επισημανθεί ότι στη βάση του εδαφίου (6) και (7) του Διατάγματος, ιδρύεται μια εννεαμελής (9) Επιτροπή Αναπροσαρμογής του Κατώτατου Μισθού καθώς θεσμοθετείται και σχετικός μηχανισμός αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού, ο οποίος τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2024 και θα εφαρμόζεται ανά δυο έτη.

Υπογραμμίζεται ότι από τις διατάξεις του εν λόγω Διατάγματος, εξαιρούνται οι οικιακοί εργαζόμενοι, οι εργάτες γεωργοκτηνοτροφίας και οι εργαζόμενοι στη ναυτιλία καθώς επίσης και οι εργαζόμενοι για τους οποίους εφαρμόζεται το περί Κατώτατων Μισθών στη Ξενοδοχειακή Βιομηχανία Διάταγμα του 2020. Νοείται περαιτέρω ότι οι διατάξεις του Διατάγματος δεν εφαρμόζονται για οποιοδήποτε εργαζόμενο για τον οποίο ισχύουν ευνοϊκότερες ρυθμίσεις με βάση τη νομοθεσία, σύμβαση, πρακτική ή έθιμο ούτε εφαρμόζονται σε πρόσωπα τα οποία λαμβάνουν κατάρτιση ή εκπαίδευση για το σκοπό απόκτησης διπλώματος ή άσκησης επαγγέλματος, βάσει νομοθεσίας, πρακτικής ή εθίμου.

Επιπρόσθετα, δεν επηρεάζονται από το συγκεκριμένο Διάταγμα, οποιεσδήποτε άλλες ρυθμίσεις για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης ή/και εργασίας εκτός κανονικού ωραρίου ή/και εργασίας σε γιορτές και αργίες ή άλλα ωφελήματα.

On 04.03.2022, the Cyprus Parliament has enacted the law, L.19(I)/2022 (“Law”), providing for the establishment of an Independent Authority against Corruption (the “Authority”).

In accordance with the provisions of the Law, the Authority shall be comprised of the Transparency Commissioner and four (4) other members, who are appointed by the President of the Republic of Cyprus. Τhe term of their office shall be six (6) years without the option of re-appointment. Persons of recognized prestige and supreme morality are appointed as members of the Authority, and no person can be so appointed to the office if: (i) he/she has been convicted of an offense entailing dishonesty or moral disgrace; (ii) and/or has been declared bankrupt, in accordance with the provisions of the Bankruptcy Law; and/or (iii) has not fulfilled his/her debts to the public up to the year preceding the year before his/her appointment to the office. During the term of their office, the members of the Authority are not allowed to hold any other position or office in the Republic and/or engage in any other paid work.

The mission of the Authority is to take the necessary steps and initiatives to ensure the coherence and effectiveness of the public sector’s actions, as well as the actions taken by the wider public and private sector, in matters relating to the prevention of corruption. The Authority shall be also responsible to, inter alia, ensure the implementation, progress and evaluation of the national anti-corruption strategy, as adopted from time to time.

The Authority investigates, ex officio or following a complaint, any acts of corruption in the public, wider public and/or private sector. It is understood that, in terms of the private sector, the only complaints that might be submitted to the Authority are: (i) the ones relating to any acts of corruption committed by private sector entities or persons, which however directly involved public or wider public sector entities or persons; and/or (ii) acts of corruption committed by public or wider public sector entities or persons, in which private sector entities or persons were also involved.

The Authority is designated as the (independent) competent authority for coordinating any actions taken by the public, wider public and private sector, with regards to the preventing and combating of corruption, and has, amongst others, the following powers and responsibilities:

  • Supervising and evaluating the actions taken by the public, wider public and private sector, in preventing and combating corruption
  • Preparing ex officio reports with suggestions and proposals for the prevention of corruption
  • Informing the private sector on best practices and standards for the prevention of corruption and providing advice and guidance for their adoption and proper implementation
  • Assessing the risks associated with acts of corruption and, if necessary, drafting reports and making suggestions and recommendations for the prevention of such acts
  • Issuing circulars to the relevant competent authorities and taking any necessary actions (where and to the extent permitted)
  • Cooperating with international organizations and institutions on the implementation of programs, policies and/or strategic plans relating to the prevention of corruption, the receipt of technical assistance and the exchange of information
  • Accepting complaints and receiving information and personal data which relates to acts of corruption in the public sector, the wider public sector and the private sector
  • Investigating and evaluating any complaint, information or personal data that comes to its knowledge and which relates to acts of corruption in the public sector, the wider public sector and the private sector
  • Collecting, recording, processing and/or evaluating, information and personal data for the purposes of combating and preventing corruption in the public, wider public and private sector
  • Managing, keeping, and maintaining all necessary files and/or registers with personal information, for the purposes of carrying out its mission and responsibilities.

It is noted that the collection and processing of any personal data by the Authority shall, at all times, be carried out in accordance with the provisions of the applicable data protection laws and regulations.

In case where, in the exercise of its powers to investigate, collect and process information and personal data, the Authority finds a possible infringement of the provisions of the Law then:

(i) provided that the potential infringement may constitute a criminal offence, it prepares a report and submits it, together with all other available data and/or information that has in its possession, to the Attorney General of the Republic

(ii) provided that the potential infringement may be of a disciplinary nature, it prepares a report with all relevant information that it has in its possession, and refers the case to the appropriate authority, body or department to conduct a disciplinary investigation, regardless of any criminal liability.

Subject to the provisions of the Law that provide otherwise (with regards to criminal liability), a person who violates the Law, is guilty of an offense and, if convicted, is subject to imprisonment not exceeding two (2) years or a fine not exceeding ten thousand euros (€ 10,000) and / or both these penalties.