Απόφαση εναντίον Πιστωτικού Ιδρύματος (Τράπεζας) αναφορικά με παράνομο τερματισμό δανειακών συμβάσεων.

Η Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας (στο εξής η «Υπηρεσία»), κατόπιν υποβολής παραπόνου από καταναλωτές  (στο εξής οι «Παραπονούμενοι») προέβη σε έρευνα με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο η εμπορική πρακτική που ακολούθησε η Alpha Bank Cyprus Ltd (στο εξής η «Τράπεζα») είχε αθέμιτο χαρακτήρα και/ή εμπορική πρακτική η οποία είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις της επαγγελματικής ευσυνειδησίας κατά παράβαση του περί των Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών των Επιχειρήσεων προς τους Καταναλωτές Νόμων του 2007 έως 2013 (103(I)/2007) (στο εξής ο «Νόμος»). Η εν λόγω εμπορική πρακτική αφορά στον τερματισμό, από μέρους της Τράπεζας, δανειακών συμβάσεων της Τράπεζας με καταναλωτές, απαιτώντας παράλληλα από αυτούς την άμεση εξόφληση των πιστωτικών τους διευκολύνσεων καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, θα προχωρούσε σε έναρξη της διαδικασίας πλειστηριασμού για πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου, μετά από αγωγές που κατέθεσαν οι δανειολήπτες εναντίον της Τράπεζας στο Δικαστήριο.

Τα Γεγονότα:

  1. Οι Παραπονούμενοι κατά ή περί τα έτι 2008 και 2009 σύναψαν με την Τράπεζα δυο δανειακές συμβάσεις όπου και οι δυο δανειακές συμβάσεις περιλάμβανα όρο σύμφωνα με τον οποίο η Τράπεζα είχε το δικαίωμα οποτεδήποτε, χωρίς επηρεασμό οποιασδήποτε άλλης θεραπείας ή δικαιώματος, να ζητήσει άμεση εξόφληση του δανείου ή οποιουδήποτε υπολοίπου του μαζί με όλους τους τόκους, προμήθειες, δικαιώματα και έξοδα που οφείλονταν σύμφωνα με τη σύμβαση, οπότε το δάνειο μαζί με όλους τους τόκους, προμήθειες, δικαιώματα και έξοδα θα καθίσταντο αμέσως ληξιπρόθεσμα και πληρωτέα προς την Τράπεζα.
  • Οι εν λόγω πιστωτικές διευκολύνσεις για ένα χρονικό διάστημα παρουσίαζαν καθυστερήσεις, παρ’ όλα αυτά οι Παραπονούμενοι άμεσα εξόφλησαν τις εν λόγω καθυστερήσεις.
  • Κατά ή περί το έτος του 2015 οι Παραπονούμενοι καταχώρησαν εναντίον της Τράπεζας δυο αγωγές που αφορούσαν τις δυο δανειακές συμβάσεις και με τις εν λόγω αγωγές αξίωναν, μεταξύ άλλων, και την ακύρωση των επίδικων συμβάσεων καθώς ισχυρίστηκαν ότι αυτές ήταν άκυρες ένεκα του ότι αποτέλεσαν αποτελέσματα απάτης και/ή απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων και/ή ψευδών παραστάσεων.
  • Η Τράπεζα ένεκα των αγωγών που κατέθεσαν οι Παραπονούμενοι,  επικαλούμενη το δικαίωμα της που απορρέει από τον πιο πάνω αναφερόμενο όρο των δανεικών συμβάσεων, απέστειλε στους Παραπονούμενους επιστολές με τις οποίες ζητούσε την ανάκληση των πιστώσεων που τους χορηγήθηκαν και την καταβολή όλων των οφειλόμενων ποσών, δηλαδή την πλήρη αποπληρωμή των δανείων. Παράλληλα,  η Τράπεζα καταχώρησε την αγωγή με την οποία ζήτησε την έκδοση διατάγματος εναντίον των Παραπονούμενων με το οποίο να διατάσσονται να εξοφλήσουν άμεσα τις δανειοληπτικές τους υποχρεώσεις και/ή να διατάσσεται η έναρξη διαδικασίας εκποίησης της ενυπόθηκης περιουσίας των Παραπονούμενων. Οι Παραπονούμενοι, κρίνοντας τον τερματισμό ως παράνομο, αρνήθηκαν να τον αποδεχτούν.

Η έρευνα της Υπηρεσίας

Η Υπηρεσία κατόπιν υποβολής του παραπόνου από τους Παραπονούμενος όφειλε σύμφωνα με τον άρθρο 11(1)(α) του Νόμου να εξετάσει τυχόν παραβάσεις του Νόμου, ο οποίος εφαρμόζεται, ως προνοεί το άρθρο 3(1), σε εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εμπορική συναλλαγή σχετιζόμενη με ένα συγκεκριμένο προϊόν και/ή υπηρεσία.

Ως τα ανωτέρω γεγονότα οι Παραπονούμενοι καταχώρησαν αγωγές εναντίον της Τράπεζας αξιώνοντας ακύρωση των επίδικων συμβάσεων καθώς ισχυρίστηκαν ότι αυτές ήταν άκυρες ένεκα του ότι αποτέλεσαν αποτελέσματα απάτης αι/ή απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων και/ή ψευδών παραστάσεων, ενώ η Τράπεζα καταχώρησε αγωγή εναντίον των Παραπονούμενων αξιώνοντας τον τερματισμό των πιστωτικών διευκολύνσεων λόγω παραβίασης όρων αυτών.

Δέον να αναφερθεί ότι υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην έννοια του «τερματισμού» και στην έννοια της «ακύρωσης» μια σύμβασης. Ως επεξηγείται στο σύγγραμμα του ο κ. Π. Γ. Πολυβίου «Το δίκαιο των συμβάσεων» (βλ. σελ. 658-661) σε περίπτωση τερματισμού λόγω παράβασης ουσιώδους όρου, η σύμβαση τερματίζεται από το χρονικό σημείο εξάσκησης του δικαιώματος του αθώου μέρους να τερματίσει τη σύμβαση, ενώ σε περίπτωση ακύρωσης όταν αυτή αποτελεί προϊόν δόλου ή ψευδούς παράστασης ή παρανομίας που έλαβε χώρα πριν από τη σύναψη της σύμβασης, η σύμβαση ακυρώνεται και εξαφανίζεται εξ’ υπαρχής. Συνεπώς, η απαίτηση για ακύρωση μια σύμβασης δεν συνιστά απαίτηση τερματισμού της.

Στην υπό κρίση περίπτωση, οι Παραπονούμενοι με τις αγωγές τους δεν κατέθεσαν αγωγή εναντίον της Τράπεζας για παράβαση κάποιου όρου κατά τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης αλλά για απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων ή/και απάτη ή/και ψευδείς παραστάσεις ή/και παραβάσεις καθήκοντος πριν και/ή κατά τη σύναψη των σχετικών συμβάσεων. Συνεπώς, δεν προκύπτει ότι υπήρχε απαίτηση από μέρους των Παραπονούμενων για εξάσκηση τυχόν δικαιώματός τους για τερματισμό.

Στη βάση των ως άνω αναφερόμενων, οι Παραπονούμενοι παρά την καταχώρηση των αγωγών εναντίον της Τράπεζας εξακολουθούσαν να είναι συμμορφωμένοι με τους όρους των δανειακών συμβάσεων και οι εν λόγω λογαριασμοί δεν παρουσίαζαν καθυστερήσεις. Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση συμβατικού όρου η Τράπεζα ζήτησε τον τερματισμό των δανεικών συμβάσεων, όχι επειδή υπήρξαν όντως καθυστερήσεις από μέρους των Παραπονούμενων, ως ισχυρίστηκαν και στην Έκθεση Απαίτησης τους, αλλά ενεργώντας με τρόπο επιθετικό και αντίθετο προς την επαγγελματική ευσυνειδησία, εξαιτίας των αγωγών που καταχώρησαν οι Παραπονούμενοι εναντίον της.   

Η Απόφαση

Με βάση τα ανωτέρω, η Υπηρεσία, έκρινε την εμπορική πρακτική να τερματίσει τις δανειακές συμβάσεις απαιτώντας παράλληλα την άμεση εξόφληση των πιστωτικών τους διευκολύνσεων, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα προχωρούσε σε έναρξη της διαδικασίας πλειστηριασμού για πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου, αμέσως μετά τη καταχώρηση αγωγών στο Δικαστήριο εναντίον της και χωρίς να συντρέχει ιδιαίτερος λόγος, όπως θα ήταν για παράδειγμα η καθυστέρηση στις πληρωμές των δόσεων τους, ως επιθετική εμπορική πρακτική και ως εκ τούτου αθέμιτη, κατά παράβαση των άρθρων 4(1)(2)(δ), 7 και 8 του Νόμου.

Η Τράπεζα με το να συμπεριλάβει τον όρο στις δανειακές συμβάσεις που της δίδετε το δικαίωμα να ζητήσει άμεση εξόφληση του δανείου ή οποιουδήποτε υπολοίπου του μαζί με όλους τους τόκους, προμήθειες, δικαιώματα και έξοδα που οφείλονταν σύμφωνα με τη σύμβαση, οπότε το δάνειο μαζί με όλους τους τόκους, προμήθειες, δικαιώματα και έξοδα θα καθίσταντο αμέσως ληξιπρόθεσμα και πληρωτέα προς αυτή, ασκεί επιρροή στους καταναλωτές μέσω της ευχέρειας που της παρέχεται από τον εν λόγω όρο να καθορίζει την έκταση και το χρόνο της υποχρέωσής τους για αποπληρωμή των δανείων τους σε οποιαδήποτε περίπτωση και στιγμή.

Η Τράπεζα έκανε κατάχρηση της επιρροής που μπορούσε να ασκήσει στους Παραπονούμενους μέσω του υπό αναφορά όρου. Συγκεκριμένα, η Τράπεζα προχώρησε σε εφαρμογή του όρου αμέσως μετά την προσφυγή των Παραπονούμενων στο Δικαστήριο και χωρίς, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, να συντρέχει λόγος, όπως θα ήταν για παράδειγμα η οποιαδήποτε παράβαση συμβατικού όρου εκ μέρους των Παραπονούμενων. Η Τράπεζα, με την εφαρμογή του πιο πάνω όρου τερμάτισε αυτόματα τις επίμαχες συμβάσεις, κάτι που παρεμπόδισε σημαντικά ή υπήρχε ενδεχόμενο να παρεμποδίσει σημαντικά την ελευθερία επιλογής ή συμπεριφοράς τους ως προς τις δανειακές συμβάσεις, με αποτέλεσμα να τους οδηγήσει ή να είναι πιθανόν να τους οδηγήσει να λάβουν απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δε θα ελάμβαναν όπως θα ήταν η απόσυρση των αγωγών και η άμεση εξόφληση των πιστωτικών τους διευκολύνσεων υπό το φόβο έναρξης της διαδικασίας πλειστηριασμού για πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου.

Αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε καταναλωτή η προσφυγή στο Δικαστήριο προκειμένου να ζητήσει θεραπεία από το σύστημα απόδοσης δικαιοσύνης όπως αυτό καθορίζεται από το Σύνταγμα και τους Νόμους της Δημοκρατίας σε περίπτωση που πιστεύει ότι μια σύμβαση που έχει συνάψει με κάποιο εμπορευόμενο θίγει τα συνταγματικά του δικαιώματα. Αποτελούσε ευθύνη της Τράπεζας να σεβαστεί το συγκεκριμένο δικαίωμα των Παραπονούμενων και να αφήσει το Δικαστήριο να αποφασίσει τελικά επί της συγκεκριμένης προσφυγής. Μέχρι το Δικαστήριο να εκδικάσει την αγωγή των Παραπονουμένων και τα δύο μέρη θα έπρεπε να συνεχίσουν να εκπληρώνουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, κάτι που οι Παραπονούμενοι έπραξαν ενώ αντίθετα η Τράπεζα ενήργησε με τρόπο επιθετικό τερματίζοντας τις συμβάσεις.

Η Ποινή

Η υπό διερεύνηση εμπορική πρακτική που άσκησε η Τράπεζα, η οποία αφορά στον τερματισμό δανειακών συμβάσεων, ενώ οι εν λόγω συμβάσεις εξυπηρετούντο κανονικά και χωρίς να υπάρχει υπερημερία, είναι αθέμιτη κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 4(2)(α)(β)(δ), 7 και 8 του Νόμου. Ως εκ τούτου η Υπηρεσία επέβαλλε προς την Τράπεζα για την άσκηση αθέμιτης εμπορικής πρακτικής, κατά παράβαση των περί των Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών των Επιχειρήσεων προς τους Καταναλωτές Νόμων του 2007 έως 2013, διοικητικό πρόστιμο ύψους €50.000 για την παράβαση των άρθρων 4(1)(2)(δ), 7 και 8 του Νόμου και διοικητικό πρόστιμο ύψους €30.000 για την παράβαση του άρθρου 4(1)(2)(α)(β) του Νόμου.

Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε από την Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας την 16/05/2023 και μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο της στον εξής σύνδεσμο: https://consumer.gov.cy/assets/modules/wnp/articles/202302/65/docs/2023-26_alpha_bank.pdf