I. Εισαγωγή:
Η ελευθερία κυκλοφορίας των αγαθών είναι η ίσως η σημαντικότερη από τις τέσσερις βασικότερες ελευθερίες που διασυνδέονται και συσχετίζονται με τον κεντρικό σκοπό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων είναι η βάση της εσωτερικής αγοράς που αποτελεί τον κύριο μοχλό της ευρωπαϊκής οικονομίας και περιέχει, την τελωνειακή ένωση και απαγόρευση των τελωνειακών δασμών και όλων των επιβαρύνσεων ισοδύναμου αποτελέσματος προς τελωνειακούς δασμούς, την εσωτερική φορολογία και τους ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών, καθώς και όλα τα μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος. Ακόμη, περιλαμβάνει την απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων και των επιδοτήσεων, εκτός εάν αυτές εγκριθούν από την Επιτροπή. Ωστόσο, υπάρχουν και οι προϋποθέσεις με τις οποίες ένα κράτος μέλος μπορεί νόμιμα να απαγορεύσει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει απόλυτη ελευθερία εισαγωγής και εξαγωγής αγαθών από ένα κράτος μέλος σε ένα άλλο κράτος μέλος για αυτό άλλωστε και η ελευθερία αυτή, δημιούργησε ένα συνονθύλευμα νομοθεσίας και νομολογίας.
II. Η Εσωτερική Αγορά:
Ένας από τους στόχους της ευρωπαϊκής ένωσης από την αρχή της δημιουργίας της ήταν η εγκαθίδρυση εσωτερικής αγοράς. Εσωτερική αγορά, θεωρείται ο χώρος χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται και η ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων. Σύμφωνα με τη Συνθήκη για τη Ευρωπαϊκή Ένωση, η εσωτερική αγορά εργάζεται για τη αειφόρο ανάπτυξη της Ευρώπης με γνώμονα την ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη και τη σταθερότητα των τιμών. Προάγοντας την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο η εσωτερική αγορά δεν ήταν αυτοσκοπός αλλά μέσο για την επίτευξη οικονομικών και πολιτικών στόχων. Η επίτευξη της ελευθερίας διακίνησης και μεγιστοποίησης ωφελιμότητας ήταν το κύριο ζητούμενο. Αυτό θα επιτυγχανόταν με την εξάλειψη των τελωνειακών δασμών, τη δημιουργία τομέα ελεύθερου εμπορίου και την υιοθέτηση κοινού δασμολογίου για τα προϊόντα που εισέρχονται από τρίτες χώρες. Αυτό συνεπάγεται σε δημιουργία τελωνιακής ένωσης.
Η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) δίνει σαφή καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας της ενιαίας αγοράς και ειδικότερα τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εξασφαλιστεί η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Το σημαντικότερο άρθρο το οποίο προνοεί την εσωτερική αγορά είναι το άρθρο 26 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα, η καινούργια τεχνική για την επίτευξη της εσωτερικής αγοράς συγκεντρώνεται σε δύο ζητήματα, την απαγόρευση των εμποδίων στο εμπόριο ανάμεσα στα κράτη μέλη και την εναρμόνιση των ευρωπαϊκών προτύπων από τους Ευρωπαϊκούς Οργανισμούς Τυποποίησης.
III. Δασμοί και Φορολογικές Επιβαρύνσεις Ισοδύναμου Αποτελέσματος (ΦΕΙΑ):
Α) Δασμοί
Οι φορολογικοί φραγμοί χρησιμοποιούνται για να προστατεύσουν τα εσωτερικά αγαθά. Χωρίς να υπάρχει κάποια ερμηνεία στις συνθήκες, ο δασμός ερμηνεύτηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι είναι μια χρηματική επιβάρυνση που επιβάλλεται στο προϊόν για τον μοναδικό λόγο ότι περνά σύνορα . Η εσωτερική πτυχή, των θεμάτων δασμολόγησης ρυθμίζεται από τα άρθρα 28-30 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εσωτερική πτυχή προνοεί την δημιουργία μιας ενιαίας τελωνειακής επικράτειας μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών στα οποία δεν υπάρχουν τελωνειακοί δασμοί ή άλλοι περιορισμοί στο εμπόριο. Η εξωτερική διάσταση από την άλλη, βασίζεται στο κοινό δασμολόγιο και στην κοινή εμπορική πολιτική.
Το άρθρο 28 περιλαμβάνει την απαγόρευση των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών και όλων των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδύναμου μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και την υιοθέτηση κοινού δασμολογίου στις σχέσεις τους με τις τρίτες χώρες. Προβλέπει τη δημιουργία τελωνειακής ένωσης μεταξύ των κρατών μελών, η οποία θα καλύπτει όλο το εμπόριο αγαθών. Αγαθά σύμφωνα με το ΔΕΕ θεωρούνται όλα τα αγαθά που έχουν νομισματική αξία και τα οποία μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών. Τα άρθρα αυτά της Συνθήκης ήταν προϋπόθεση και μέσο για την δημιουργία της εσωτερικής αγοράς, εφόσον δημιουργήθηκαν για να προστατεύουν τα εσωτερικά αγαθά έναντι των φθηνότερων εισαγμένων προϊόντων. Επίσης, το άρθρο 30 της Συνθήκης απαγορεύει με απόλυτο τρόπο σε ένα κράτος μέλος να διατηρεί δασμούς επί εμπορευμάτων που εισάγονται από άλλα κράτη μέλη.
Β) Φορολογικές Επιβαρύνσεις Ισοδύναμου Αποτελέσματος (ΦΕΙΑ)
Το άρθρο 30 της ΣΛΕΕ εκτός από του δασμούς ρυθμίζει και τα ζητήματα των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδύναμου αποτελέσματος. Παρά την ομοιότητα της με τους δασμούς θεωρείται μια αυτόνομη νομική έννοια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει επίσης οριστεί από το Δικαστήριο και συγκεκριμένα στη υπόθεση Commission v. Italy ότι αποτελεί «οποιαδήποτε χρηματική επιβάρυνση, όσο μικρή και ανεξάρτητα από τον ορισμό και τον τρόπο εφαρμογής της η οποία επιβάλλεται μονομερώς στα αγαθά λόγω του ότι διασχίζουν τα σύνορα». Στην ουσία είναι δασμοί όμως δεν φαίνονται ξεκάθαρα, για αυτό και συχνά χαρακτηρίζονται ως «μεταμφιεσμένοι δασμοί». Η φορολογική επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος μπορεί να περιλαμβάνει και άλλου είδους επιβαρύνσεις εκτός από χρηματικές, οι οποίες να στηρίζονται σε κάποια άλλη βάση, είναι ένας πιο έμμεσος τρόπος να επιβαρυνθεί ένα προϊόν. Μπορεί ακόμη, να προκύψει όχι μόνο από ένα μέτρο που επιβάλλεται από ένα κράτος μέλος ή από άλλες δημόσιες αρχές, αλλά και από μια συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ ιδιωτών. Το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα υπόθεση τονίζει ότι δίνεται έμφαση στο αποτέλεσμα και όχι στον σκοπό του δασμού, αλλά ούτε και στο ποσό, το άρθρο 30 δεν κάνει καμία διαφοροποίηση. Συνήθως φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδύναμου αποτελέσματος περιλαμβάνουν επιβαρύνσεις που συνδέονται με διοικητικές διατυπώσεις, όπως για παράδειγμα την διενέργεια ελέγχων ή το κόστος έκδοσης μιας άδειας που αφορούσε μόνο εισαγόμενα προϊόντα. Η απαγόρευση είναι απόλυτη και ανεξάρτητη από κάθε περιοριστικό αποτέλεσμα στο εμπόριο.
IV. Εσωτερική Φορολογία:
Η εσωτερική φορολογία αφορά την απαγόρευση προστατευτισμού με τη μορφή επιβολής διαφορετικής εσωτερικής φορολογίας για προϊόντα προερχόμενα από άλλα κράτη μέλη. Η εσωτερική φορολογία προνοείται από το άρθρο 110 της ΣΛΕΕ το οποίο προβλέπει ότι κανένα κράτος μέλος δεν επιβάλλει άμεσα ή έμμεσα στα προϊόντα άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους οποιασδήποτε φύσεως, ανωτέρους από εκείνους που επιβαρύνουν άμεσα ή έμμεσα τα ομοειδή εθνικά προϊόντα. Ακόμη, κανένα κράτος μέλος δεν επιβάλλει στα προϊόντα των άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους η φύση των οποίων οδηγεί έμμεσα στην προστασία άλλων προϊόντων. Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 110 αναφέρεται σε ομοειδή προϊόντα ενώ η δεύτερη σε προϊόντα σε ανταγωνισμό. Κύριος στόχος του άρθρου αυτού είναι να διασφαλίσει ότι το εσωτερικό σύστημα φορολογίας ενός κράτος μέλους δεν κάνει διάκριση μεταξύ εγχώριων και εισαγόμενων προϊόντων και όχι να απαγορεύσει την εσωτερική φορολογία, ο κανόνας που θέτει είναι η φορολογική ουδετερότητα. Το άρθρο 110 λειτουργεί ως νόμιμος περιορισμός της ελεύθερης διακίνησης αγαθών εφόσον θέτει κάποιες προϋποθέσεις για την εσωτερική φορολογία. Το άρθρο 110 απαγορεύει τρία είδη φορολογικών διακρίσεων, την άμεση διάκριση, την έμμεση διάκριση και την αντιστροφή των διακρίσεων.
Η έμμεση διάκριση είναι όταν ο εθνικός φόρος εφαρμόζεται επίσημα τόσο στα ξένα όσο και στα εγχώρια προϊόντα, αλλά επιβάλλει ουσιαστικά βαρύτερη φορολογική επιβάρυνση για τα πρώτα . Η έμμεση διάκριση, όταν η διαφοροποιημένη φορολογική μεταχείριση των εισαγόμενων προϊόντων βασίζεται σε κριτήρια διαφορετικά από την προέλευση του προϊόντος, μπορεί να δικαιολογηθεί βάση αντικειμενικών κριτηρίων προκειμένου να επιτευχθούν αποδεκτοί κοινωνικοί, περιβαλλοντικοί ή οικονομικοί στόχοι. Άρα, παρά το γεγονός ότι ένα εθνικό φορολογικό σύστημα πρέπει να είναι ουδέτερο έναντι των ξένων αγαθών, μπορεί να κάνει διακρίσεις μεταξύ αγαθών. Αυτά τα κριτήρια είναι αόριστα και ασαφή. Μπορούν να βασίζονται στη φύση της χρήσης των πρώτων υλών, στις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ή την κατασκευή αγαθών ή μπορούν να αναφέρονται σε γενικούς στόχους της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής ενός κράτους μέλους, όπως η προστασία του περιβάλλοντος ή η ανάπτυξη της περιφερειακής πολιτικής. Καταληκτικά, σε ειδικές περιστάσεις κάποιοι επιτακτικοί λόγοι μπορεί να καθιστούν απαραίτητη την επιβολή περιορισμών ή ακόμη και απαγορεύσεων που, αν και εμποδίζουν το ελεύθερο εμπόριο, εξυπηρετούν σημαντικούς στόχους. Σε συνθήκες σημαντικών εξελίξεων, όπως σήμερα πολύ λογικό είναι ότι με την πάροδο του χρόνου, μπορεί να αλλάζει ο τρόπος θεώρησης ορισμένων αιτιολογήσεων. Είναι, συνεπώς, πάγιο καθήκον, κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να υπάρχει το κατάλληλο νομολογιακό πλαίσιο που θα ανανεώνεται συνεχώς και θα παρέχει τις κατάλληλες διευκρινίσεις στα άρθρα της Συνθήκης για να προστατεύει τόσο τους πολίτες της αλλά και τις επιχειρήσεις