Δυσφήμιση και Αποζημιώσεις

Σύμφωνα με το άρθρο 17 (1) του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ.148  δυσφήμιση είναι όταν οποιοδήποτε πρόσωπο ισχυρίζεται ή διαδίδει οποιαδήποτε φύσης δημοσίευμα, με έντυπο, γραπτό, ζωγραφιά, ομοίωμα, χειρονομίες, λόγια ή άλλους ήχους ή με κάθε άλλο μέσο οποιασδήποτε φύσης, το οποίο αποδίδει σε άλλο πρόσωπο, έγκλημα ή αποδίδει σε άλλο πρόσωπο ανάρμοστη συμπεριφορά σε δημόσια θέση ή εκ φύσεως τείνει στο να βλάψει ή να επηρεάσει με δυσμένεια την υπόληψη άλλου προσώπου στο επάγγελμα, επιτήδευμα, εργασία, απασχόληση ή την θέση του ή ενδέχεται να εκθέσει άλλο πρόσωπο σε γενικό μίσος, περιφρόνηση ή χλεύη, και τέλος ενδέχεται να προκαλέσει την αποστροφή ή αποφυγή οποιουδήποτε προσώπου από άλλους

Υπάρχουν δυο μορφές δυσφήμισης, ο λίβελλος όπου η δυσφημιστική δήλωση  είναι μια πιο μόνιμη, οριστική ή ορατή μορφή όπως γραπτό κείμενο, φωτογραφία, εικόνα και σχήματα και είναι αγώγιμος χωρίς τη ύπαρξη ειδικής ζημιάς. Η δεύτερη μορφή δυσφήμησης είναι η συκοφαντία η οποία γίνεται με λόγια ή με άλλη παροδική, είτε ορατή είτε ακουστική  όπως χειρονομίες και δεν χρειάζεται ειδική ζημιά για να είναι αγώγιμο αδίκημα εκτός εάν σκοπεύει (για παράδειγμα) να βλάψει την υπόληψη του ενάγοντα ή του  αποδίδει κάποιο έγκλημα, τότε απαιτείται ειδική ζημιά.

Βασική αρχή της δυσφήμισης είναι ότι η δυσφημιστική δήλωση πρέπει να καταστεί γνωστή σε οποιονδήποτε πρόσωπο ή πρόσωπα άλλα από το άτομο που δυσφημείται. Ωστόσο, εάν το άτομο που δυσφημείται δεν αντιληφθεί το νόημα της δήλωσης και ότι αναφέρεται σε αυτόν τότε δεν  στοιχειοθετείτε το αδίκημα της  δυσφήμισης. Το βάρος απόδειξης το φέρει ο ενάγοντας για να αποδείξει ότι η δημοσίευση έγινε κακόπιστα. Εάν ο ενάγοντας  καταφέρει να αποδείξει ότι στοιχειοθετείτε η δυσφήμιση, τότε ο εναγόμενος υποχρεούται να διαθέσει στον ενάγοντα αποζημίωση για δυσφήμιση εκτός εάν εκδοθεί απόφαση  από το Δικαστήριο που δεν προνοεί οποιαδήποτε θεραπεία για την ζημία που υπέστη ο ενάγοντας.

Σε περίπτωση που ο ενάγοντας είναι νομικό πρόσωπο τότε το αδίκημα της δυσφήμησης δεν είναι αγώγιμο από μόνο του αλλά το νομικό πρόσωπο θα πρέπει να αποδείξει ότι ως αποτέλεσμα της δυσφήμησης έχει υποστεί ειδική ζημία ή ότι έχει πληγεί η αξιοπιστία και η υπόληψη του σε σχέση με την διεξαγωγή των εμπορικών ή άλλων δραστηριοτήτων του. 

Ο σκοπός των αποζημιώσεων είναι να επαναφέρει το θύμα στην κατάσταση που βρισκόταν πριν την αδικοπραξία. Η αποζημίωση μπορεί να είναι σε μορφή ειδικής, γενικής ή επαυξημένης αποζημίωσης. Οι ειδικές ζημιές αποτελούν οικονομικές απώλειες που αποτιμούνται σε χρήματα. Ακολούθως, οι γενικές αποζημιώσεις αφορούν την ζημιά που υπέστη η υπόληψη του θύματος, για παράδειγμα η θέση του ενάγοντα στην κοινωνία. Σε περίπτωση που ο ενάγοντας απαιτεί και γενικές αποζημιώσεις τότε εναπόκειται στο Δικαστήριο να καθορίσει τη ζημιά στη φήμη και υπόληψη του ενάγοντα υπό τη μορφή χρηματικής αποζημίωσης.

Ακολούθως, οι επαυξανόμενες αποζημιώσεις συμβαίνουν σε περιπτώσεις όπου υπάρχει έλλειψη απολογίας και επανάληψη της συκοφαντικής δυσφήμισης από τον εναγόμενο και γενικά εξαρτούνται από την συμπεριφορά του εναγόμενου από την στιγμή την δημοσίευσης μέχρι και την έκδοση της απόφασης.

Επιπρόσθετα, οι αποζημιώσεις εξαρτούνται από τα επιβαρυντικά και/ή τα ελαφρυντικά στοιχεία μιας υπόθεσης. Επιβαρυντικά στοιχεία, τα οποία επηρεάζουν στη αύξηση του ποσού που θα επιδικαστεί ως αποζημίωση, αποτελούν η συνέχιση της δυσφήμησης και η κακόβουλη συμπεριφορά του εναγόμενου.  Στον αντίποδα, τα ελαφρυντικά στοιχεία, τα οποία μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο για την επιδίκαση χαμηλότερου ποσού ως αποζημίωση δεν είναι εφικτό να χρησιμοποιούνται και ως υπεράσπιση. Περιπτώσεις ελαφρυντικών στοιχείων είναι η απολογία του εναγόμενου πριν ή το γρηγορότερο δυνατόν μετά την έναρξη της αγωγής, εάν έχει δοθεί ήδη αποζημίωση, εάν ο ενάγων ήταν ήδη κακής υπόληψης πριν το δημοσίευμα, εάν ο ενάγοντας είχε προκαλέσει τον εναγόμενο και υπήρχε αθώα διανομή.

Όσον αφορά το αστικό αδίκημα της δυσφήμισης ο Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος καθορίζει διάφορες υπερασπίσεις τις οποίες μπορεί να χρησιμοποιήσει ο εναγόμενος για να αμφισβητήσει τους ισχυρισμούς του ενάγοντα. Η πρώτη περίπτωση εφαρμόζεται όταν το δημοσίευμα για το οποίο γίνεται λόγος είναι αληθές. Η υπεράσπιση της αλήθειας πρέπει να αποδειχθεί, ότι δηλαδή, ο ισχυρισμός είναι βασικά αληθείς παρόλο που κάποιοι επιμέρους ισχυρισμοί πιθανόν να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Δεύτερον όταν το δημοσίευμα για το οποίο έγινε η αγωγή ήταν έντιμο σχόλιο για θέμα δημοσίου συμφέροντος. Σε αυτή την περίπτωση το δημοσίευμα θα πρέπει να αποτελεί σχόλιο επί γεγονότων και όχι δήλωση γεγονότων. Θα πρέπει επομένως να αποδειχθεί ότι υπάρχει πραγματική βάση για το σχόλιο και ότι αφορά ζήτημα δημοσίου συμφέροντος. Τα γεγονότα στα οποία βασίζεται το σχόλιο πρέπει να είναι ακριβή. Επιπλέον είναι θεμελιωμένο ότι το σχόλιο πρέπει να είναι δίκαιο και πρέπει να βασίζεται σε γεγονότα που αναφέρονται στο επίδικο δημοσίευμα.

Περαιτέρω ως υπεράσπιση μπορεί να προβληθεί το γεγονός ότι η δυσφήμιση έγινε χωρίς πρόθεση. Η δυσφήμιση για να θεωρείτε ότι είναι χωρίς πρόθεση πρέπει να γίνεται προσφορά για επανόρθωση το ταχύτερο δυνατό μετά που το πρόσωπο που προβαίνει στη δυσφήμιση έλαβε γνώση ότι πιθανόν το δημοσίευμα να ήταν δυσφημιστικό.

Τέλος είναι ορθό να λεχθεί ότι το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο και απόλυτα σεβαστό. Η ελευθερία αυτή όμως, πρέπει να εναρμονίζεται και με τα άλλα ανθρώπινα δικαιώματα που επίσης προστατεύει το Σύνταγμα, όπως είναι η τιμή και η υπόληψη των άλλων, για αυτό πρέπει η οποιαδήποτε δημοσίευση να γίνεται με πολλή προσοχή.