Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου και συγχρόνως ένα από τους θεμέλιους λίθους κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος. Το δικαίωμα της έκφρασης διασφαλίζεται κάτω από το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων ενώ σε Κυπριακό επίπεδο κατοχυρώνεται μέσα από το Άρθρο 19 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου και της καθ’ οιονδήποτε τρόπον εκφράσεως, το οποίο περιλαμβάνει την ελευθερία της γνώμης, της λήψεως και μεταδόσεως πληροφοριών.
Η σημασία του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου αντανακλάται επίσης μέσα από την νομολογία. Στην υπόθεση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Lingens v. Austria App. No. 9815/82, Ser. A, vol. 103 (1986) 8 Ε.Η.R.R. 407 para. 41, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η ελευθερία της έκφρασης συνιστά ένα από τα ουσιαστικά θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας και μια από τις βασικότερες προϋποθέσεις για την πρόοδο της και για την ικανοποίηση των ατόμων. Η ελευθερία αυτή, με τις εξαιρέσεις που αναφέρονται στη Σύμβαση, εφαρμόζονται όχι μόνον σε πληροφορίες και ιδέες που είναι αρεστές ή τουλάχιστο θεωρούνται ως μη εχθρικές ή αδιάφορες, αλλά επίσης και σε εκείνες που είναι προσβλητικές, εκπλήττουν ή ενοχλούν, αφού αυτό απαιτεί ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία.
Παρά το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει, το δικαίωμα της έκφρασης δεν είναι απόλυτο και υπόκειται σε περιορισμούς, νόμιμους και αναλογικούς, οι οποίοι αποσκοπούν στην προστασία της δημόσιας ασφάλειας, υγείας ηθών, ασφάλειας της Δημοκρατίας ή συνταγματικής τάξεως, για σκοπούς παρεμπόδισης αποκάλυψης εμπιστευτικών πληροφορίων, διατήρησης του κύρους της δικαστικής εξουσίας ή προς την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων τρίτων προσώπων. Ειδικότερα αναφορικά με την προστασία των δικαιωμάτων τρίτων, ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει να δίδεται στην εξισορρόπηση από τη μια του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης και από την άλλη στην προστασία του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής, της υπόληψης και φήμης ενός ατόμου.
Το δικαίωμα έκφρασης μπορεί να ασκηθεί με διάφορους τρόπους και μορφές, είτε προφορικά είτε γραπτώς, ως σχόλιο, άσκηση κριτικής, μορφή τέχνης ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ένα άτομο επιθυμεί να εκφραστεί και να κοινοποιήσει συγκεκριμένες πληροφορίες και ιδέες. Με την ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη, σε παγκόσμιο επίπεδο, το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν πλέον εδραιωθεί ως το πλέον διαδεδομένο μέσο ενημέρωσης, έκφρασης και μετάδοσης πληροφοριών, το οποίο έχει εκθρονίσει τα παραδοσιακά μέσα. Με το πάτημα ενός κουμπιού ηλεκτρονικού υπολογιστή ή τηλεφώνου, ο καθένας από εμάς έχει πρόσβαση σε απεριόριστες πληροφορίες και βήμα έτσι ώστε, μεταξύ άλλων, να εκφραστεί, να ασκήσει κριτική, να λάβει μέρος σε δημόσιο διάλογο και να κοινοποιήσει ιδέες και απόψεις. Παρά τους περιορισμούς οι οποίοι υπάρχουν στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, ειδικότερα όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων τρίτων προσώπων, η ανεξέλεγκτη χρήση και απεριόριστη προσβασιμότητα του κοινού στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οδηγεί, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, σε καταχρήσεις αλλά και δυσκολίες στην προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δικαιωμάτων τρίτων, ειδικότερα όταν ο θήτης και πομπός της πληροφορίας/του δημοσιεύματος είναι άγνωστος. Παράδειγμα τέτοιων περιστατικών, τα οποία αποτελούν μάστιγα της σύγχρονης τεχνολογικής κοινωνίας στην οποία ζούμε, είναι ο διαδικτυακός εκφοβισμός (cyberbullying) αλλά και η διάδοση ψευδών ειδήσεων (fake news) μέσω διαδικτύου.
Στην Κύπρο, δεν υπάρχει, μέχρι στιγμής, συγκεκριμένη και ειδική νομοθεσία που ποινικοποιεί πράξεις ηλεκτρονικής επικοινωνίας οι οποίες δύναται να είναι προσβλητικού, αισχρού, απειλητικού χαρακτήρα ή να έχουν ψευδές περιεχόμενο. Παρ’ όλα ταύτα, το Κυπριακό εν ισχύ νομοθετικό πλαίσιο περιλαμβάνει τα εξής:
- Δημοσίευση δυσφημιστικού δημοσιεύματος– Σύμφωνα με τον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο (Κεφ. 148) δυσφήμιση συνίσταται στη δημοσίευση από οποιοδήποτε πρόσωπο δημοσιεύματος, σε οποιαδήποτε μορφή, το οποίο αποδίδει σε άλλο πρόσωπο έγκλημα ή ανάρμοστη συμπεριφορά ή εκ φύσεως τείνει στο να βλάψει ή να επηρεάσει δυσμενώς την υπόληψη προσώπου στο επάγγελμα, επιτήδευμα, εργασία ή απασχόληση ή ενδέχεται να εκθέσει πρόσωπο σε γενικό μίσος, περιφρόνηση ή χλεύη ή να προκαλέσει αποστροφή ή αποφυγή οποιουδήποτε προσώπου από άλλους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το άτομο του οποίου η φήμη έχει πληγεί δύναται ν’ αποταθεί για να διεκδικήσει θεραπεία, υπό την μορφή αποζημίωσης ή έκδοσης αναγνωριστικού και/ή απαγορευτικού Διατάγματος, από το Δικαστήριο. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.α. ν. Αλωνεύτη (2002) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1863 οι πρόνοιες του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου (Κεφ. 148) σχετικά με τη δυσφήμηση δικαιολογούνται από την ανάγκη προστασία της φήμης και υπόληψης του ατόμου και των θεμελιωδών του δικαιωμάτων. Παρ’ όλα ταύτα, η ίδια νομοθεσία καθιστά ως υπεράσπιση, σε περιπτώσεις δυσφήμισης, το γεγονός ότι το δημοσίευμα ήταν αληθές, έγινε υπό μορφή έντιμου σχολίου για θέμα δημόσιου συμφέροντος, ότι η δημοσίευση ήταν προνομιούχα σύμφωνα με τα Άρθρα 20 και 21 του Νόμου ή ότι αυτή έγινε χωρίς πρόθεση σύμφωνα με το Άρθρο 22.
- Δημοσίευση ψευδών ειδήσεων – Άρθρο 50 Ποινικού Κώδικα – προβλέπει ότι όποιος, με οποιοδήποτε τρόπο, δημοσιεύει σε οποιαδήποτε μορφή ψευδείς ειδήσεις ή πληροφορίες που δύναται να κλονίσουν τη δημόσια τάξη ή εμπιστοσύνη του κοινού προς το κράτος ή τα όργανά του ή να προκαλέσουν φόρο ή ανησυχία στο κοινό ή να παραβλέψουν με οποιοδήποτε τρόπο την κοινή ειρήνη και ευταξία, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκιση η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή με χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τα €2.500 ή και με τις δύο ποινές.
Σε μια προσπάθεια ρύθμισης του ζητήματος, έχει γνωστοποιηθεί ότι η Επιτροπή Νομικών της Βουλής έχει προχωρήσει στη μελέτη νομοθεσιών άλλων χωρών αναφορικά με το ζήτημα της διάδοσης ψευδών ειδήσεων, κυρίως μέσω διαδικτύου και μέσων κοινωνικής δικτύωσης, με σκοπό τη συγκρότηση νομοσχεδίου το οποίο θα ρυθμίζει νομοθετικά το συγκεκριμένο ζήτημα. Αναμένονται λοιπόν με μεγάλο ενδιαφέρον οι οποιεσδήποτε εξελίξεις, ειδικότερα αναφορικά με το τι θα συνιστά «ψευδής είδηση» και πότε θα διαπράττεται οποιοδήποτε αδίκημα, αφού η γραμμή παραμένει εξαιρετικά λεπτή και απαιτείται μεγάλη προσοχή στην εξισορρόπηση από τη μία του συγκεκριμένου σκοπού, ήτοι η προστασία των δικαιωμάτων προσώπων εναντίον των οποίων μεταδίδονται ψευδείς ειδήσεις αλλά και του δικαιώματος έκφρασης λόγου προσώπου το οποίο μεταδίδει τέτοιες πληροφορίες αθώα, χωρίς να γνωρίζει κατά πόσο είναι ψευδείς και/ή χωρίς να έχει οποιαδήποτε πρόθεση να βλάψει.